Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική ‘αρχιτεκτονική’ του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και η χρηματιστική ‘ιδεολογία’



Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική ‘αρχιτεκτονική’ του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και η χρηματιστική ‘ιδεολογία’
Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου* 20/10/2014

Τα κράτη, στις ημέρες μας, χειραγωγούνται από τις αγορές χρήματος και τα δημόσια χρέη να αυξομειώνονται, ακολουθώντας τις εκτιμήσεις και γνωμοδοτήσεις των ιδιωτικών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η υπάρχουσα κατάσταση, είναι αποτέλεσμα των μονεταριστικών ‘μεταρρυθμίσεων’ των  τριών τελευταίων δεκαετιών. Το 1981-84, επί πρώτης προεδρικής θητείας του Ρόναλντ Ρήγκαν στις ΗΠΑ, η επίσημη έκδοση νέου χρήματος μειώθηκε ή σταμάτησε, αλλά το έλλειμμα του αμερικανικού δημοσίου δεκαπλασιάσθηκε μέσω δανεισμού και χρηματοδότησης από το εξωτερικό. Το κράτος δεν άσκησε το κυριαρχικό προνόμιο της έκδοσης χρήματος και διαχείρισής του, μέσω χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών με δάνεια από την κεντρική τράπεζα (FED), και επέλεξε να είναι απλός εκδότης δανειακών τίτλων στις διεθνείς χρηματιστικές αγορές, όπως μια ιδιωτική εταιρία. Τα ίδια συνέβησαν και στη Βρετανία, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από την Μάργκαρετ Θάτσερ.
Στην ΕΕ με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και το Σύμφωνο Σταθερότητας (1998), τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης αρνήθηκαν την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματός τους για χρηματοδότηση από τις κεντρικές τράπεζές τους, χωρίς ταυτόχρονη μεταβίβαση του δικαιώματος χρηματοδότησης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Παράλληλα η ΕΚΤ, με βάση τη συμφωνία ίδρυσής της, δεν μπορούσε να χορηγήσει προκαταβολές διευκόλυνσης της ρευστότητας των κρατών-μελών, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή εξαιρετικά αρνητικής οικονομικής συγκυρίας. Ο μόνος επιτρεπόμενος τρόπος δανεισμού των κρατών-μελών, ήταν η προσφυγή για δανεισμό στις χρηματιστικές αγορές, εντός του επιτρεπόμενου ορίου από τις Συνθήκες ύψους μέχρι 3% του ΑΕΠ. Οι μονεταριστικές αυτές ‘μεταρρυθμίσεις’, μετέτρεψαν τις χώρες σε έρμαια της κερδοσκοπίας των χρηματιστικών αγορών και των ιδιωτικών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, χωρίς τη δυνατότητα εθνικού ή διεθνούς ελέγχου.
Οι τράπεζες, παρότι προτιμούν ισοσκελισμένα δημοσιονομικά και κρατική φερεγγυότητα, λειτουργούσαν με αποθεματικά κεφάλαια <1% της αξίας των καλυπτόμενων κινδύνων. Οι επιτραπείσες υπερβάσεις με τις διεθνείς συμφωνίες Βασιλεία Ι και Βασιλεία ΙΙ, παραβίαζαν κατάφωρα τον ‘λόγο Κουκ’ που όριζε ελάχιστο όριο εποπτικών κεφαλαίων 8% τουλάχιστο των αναληφθεισών δεσμεύσεων.  Το όριο του 1% άλλαξε τον Σεπτέμβριο 2010 με τη νέα συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ, που το ορίζει στο ύψος του 4,5%, με επιπλέον υποχρέωση των τραπεζών για διατήρηση κεφαλαιακών αποθεματικών ύψους 2,5%, ώστε το σύνολο των δεσμεύσεων να είναι 7%. Αν και το νέο όριο είναι μικρότερο του 8%, η πλήρης εφαρμογή των νέων ορίων θα πραγματοποιηθεί προοδευτικά έως το 2019. Ένα λογικό  ποσοστό ελαχίστου ορίου ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, είναι μεταξύ 20% και 30% των αναλαμβανόμενων υποχρεώσεων, για να διασφαλίζεται η σταθεροποίηση λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος συγκριτικά με τους συστημικούς κινδύνους που δημιουργούνται από το ίδιο, αν και παραμένει το πιο προστατευμένο και επιδοτούμενο με χρήμα των φορολογούμενων. Αν και οι τραπεζικοί κίνδυνοι ασφαλίζονται με χρήμα των φορολογούμενων, η κερδοφορία του τομέα ανέρχεται περισσότερο αγνοώντας τις προσφερόμενες ασφάλειες. Η κερδοσκοπία του τραπεζικού τομέα δεν είναι εξωγενής και τυχαία, αλλά ενδογενής προερχόμενη από την προσφερόμενη υψηλή προστασία που την ενθαρρύνει. Οι διεθνείς χρηματιστικές αγορές, παρότι λειτουργούν σε καθεστώς υψηλής κερδοσκοπίας, έχουν την αποκλειστικότητα αξιολόγησης της φερεγγυότητας των κρατών με αποκλειστικό κριτήριο ιδιωτικής αποδοτικότητας. Η ‘χρηματιστικοποίηση των κρατών’ είναι γεγονός, που νοείται ως μία εικονική διάστασή τους παρόμοια με τις πηγές χρηματοδότησής τους. Αν και η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ επιβάλλει μία αύξηση του ορίου των ιδίων κεφαλαίων, δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά η κυρίαρχη σχέση επιβολής-επικράτησης του χρηματιστικού κεφαλαίου επί των κρατών και της πραγματικής-παραγωγικής οικονομίας. Ουσιαστικά παραμένει αμετάβλητη η λογική του εικονικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ως μια γενική τάση προς τη συγκράτηση, τον αποπληθωρισμό και τελικά τον μαρασμό της πραγματικής οικονομίας.
Στις ΗΠΑ, η επαναρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος πραγματοποιείται με γρηγορότερο τρόπο από ότι στην ΕΕ, ίσως λόγω και του γεγονότος ότι ενώ τα χρηματιστικά εισοδήματα το 1990 ανερχόταν σε 8% του ΑΕΠ, το 2010 υπερέβαιναν το 50% του ΑΕΠ. Ο νόμος Ντοντ-Φρανκ υπερψηφίσθηκε δύσκολα από το αμερικανικό Κογκρέσο τον Οκτώβριο του 2010, επαναφέροντας τον διαχωρισμό δραστηριοτήτων μεταξύ εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής, αν και δεν διαχωρίζει τα τραπεζικά ιδρύματα με τον τρόπο του νόμου Γκλας-Στήγκαλ (1935), που καταργήθηκε από τον Κλίντον το 1999. Ο νόμος Τοντ-Φρανκ επιτρέπει στις τράπεζες την κερδοσκοπία, αλλά αποκλειστικά με κατεχόμενα ίδια κεφάλαια και όχι με εικονικά και επιπλέον απαιτεί τη ρητή συναίνεση των πελατών, αν τα ίδια κεφάλαια προέρχονται από τις τραπεζικές καταθέσεις τους. Είναι γεγονός ότι οι ΗΠΑ διαχειρίζονται την κρίση, στα πεδία της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, με αμεσότερο και πιο προωθημένο τρόπο από ότι η ΕΕ, αλλά στις συνθήκες των διεθνοποιημένων αγορών η αντιμετώπιση δεν είναι αποτελεσματική όταν οι άλλες αγορές του κόσμου δεν λειτουργούν με ίδιες προϋποθέσεις. Η ΕΕ και οι ασιατικές αρχές είναι επιφυλακτικές στην υιοθέτηση των αμερικανικών μεταρρυθμίσεων, στις οποίες διακρίνουν στοιχεία έμμεσου προστατευτισμού.
Η χρηματιστική επικράτηση, με την επακόλουθη ανελαστικότητα των νομισματικών επιτοκίων, μόνο αρχικά διευκολύνει τη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων, εμποδίζοντας τη σύγκλιση των οικονομιών  με τελική κατάληξη τον περιορισμό της κινητικότητας αυτών των κεφαλαίων. Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση απαιτεί σταθερές νομισματικές ισοτιμίες, που όμως καταδικάζουν στην απόκλιση τις αντίστοιχες οικονομίες αποβαίνοντας εμπόδιο στη πραγματοποίησή της. Το νομισματικό σύστημα του κανόνα του χρυσού, λειτούργησε ως φετίχ της κατοχής πλούτου θεωρούμενο ως προϋπόθεση ευημερίας. Ο μερκαντιλισμός απέβλεπε πάντοτε στην μεγιστοποίηση των ποσοτήτων χρυσού και την ανατίμησή τους μέσω της συγκράτησης των τιμών, της παραγωγής, της απασχόλησης και των εισοδημάτων. Αυτή η χρηματιστική ‘ιδεολογία’ οδήγησε στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη μεγάλη ύφεση του 1929-30 και τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν κατέρχονται οι τιμές, μειώνονται τα εισοδήματα και τελικά ανατιμάται η πραγματική αξία των χρεών και των χρηματοπιστωτικών μέσων. Η διεθνής σταθερότητα απειλείται από τις ανισορροπίες στα εξωτερικά ισοζύγια των χωρών, αφού την υπονομεύουν  είτε τα ελλείμματα είτε τα πλεονάσματα. Οι πλεονασματικές χώρες διαθέτουν περισσότερα μέσα για την εξισορρόπησή τους από ότι οι ελλειμματικές, που περιορίζουν τις δαπάνες τους αποδεχόμενες τον αποπληθωρισμό για να επιτύχουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Αντίστοιχα οι πλεονασματικές χώρες, πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες τους για να μην μειωθεί η παγκόσμια ζήτηση. Κανένας μηχανισμός όμως, δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τις δύο πλευρές στην τήρηση των υποχρεώσεών τους και καμία κύρωση δεν μπορούσε να επιβληθεί για τις χώρες παραβάτες. Η αυτόματη αποκατάσταση της διεθνούς οικονομικής σταθερότητας, αποδεικνυόταν εύθραυστη και εκτεθειμένη στην αθέμιτη πρακτική του ισχυρότερου. Αυτή η αθέμιτη συμπεριφορά επιβεβαιώνεται και στην τωρινή κρίση, αφού οι πλεονασματικές χώρες αρνούνται την αύξηση των δαπανών τους για την  ανακύκλωση του συνόλου των πλεονασμάτων τους και επιρρίπτουν το συνολικό κόστος της διεθνούς προσαρμογής στις ελλειμματικές. Η τακτική αυτή, επιφέρει τη συρρίκνωση της παγκόσμιας ζήτησης και των εισοδημάτων προκαλώντας την υφεσιακή πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και ζημιώνοντας τελικά όλους τους συμμετέχοντες στο διεθνές εμπόριο. Έτσι η πραγματική αξία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ανατιμάται, εξαιτίας της συρρίκνωσης του εισοδήματος και του πραγματικού προϊόντος. Προφανέστατα η επικράτηση αποπληθωριστικών φαινομένων, οδηγεί την παγκόσμια οικονομία σε αυξημένη απόκλιση, αστάθεια και δυσκαμψία και όχι σε περισσότερη σύγκλιση.
Η παλιά ‘ιδεολογία’ του κανόνα του χρυσού, έχει αντικατασταθεί στις ημέρες μας από εκείνη του ενιαίου νομίσματος που όμως λειτουργεί με σκληρότερο και πιο δύσκαμπτο τρόπο. Οι χώρες στο παρελθόν, σε περίπτωση ανάγκης, μπορούσαν να εγκαταλείπουν  προσωρινά τον κανόνα του χρυσού προβαίνοντας στις αναγκαίες προσαρμογές πριν την επάνοδό τους, ενώ σήμερα δεν προβλέπεται η δυνατότητα  ουδεμίας, τεχνικής ή διορθωτικής, προσωρινής εξόδου από το ευρωσύστημα. Έτσι δεν αντιμετωπίζεται ουδεμία δυνατότητα προσαρμογής, εκτός της ‘εσωτερικής υποτίμησης’ που, μέσω του προκαλούμενου αποπληθωρισμού, επιφέρει επιζήμιες επιπτώσεις σε όλους. Η Γερμανία που είναι η έντονα πλεονασματική χώρα της ευρωζώνης, ενώ το σύνολο σχεδόν των εταίρων της κατέγραφε εξωτερικά ελλείμματα,  κατέγραφε το 2010 το 86% των πλεονασμάτων της από τις εμπορικές ανταλλαγές εντός ευρωζώνης, δηλαδή προκαλώντας αντίστοιχα ελλείμματα στους ευρωπαίους εταίρους της. Η Ευρώπη, κατανάλωνε εννεαπλάσιες γερμανικές εξαγωγές από ότι το σύνολο των ασιατικών αγορών. Πάραυτα η Γερμανία είναι ο κύριος υποστηρικτής της πολιτικής που, μέσω της λιτότητας, επιβάλλει την ύφεση και συρρίκνωση των ευρωπαϊκών οικονομιών, λειτουργώντας με χρηματιστική και όχι εμπορική λογική. Η Γερμανία δεν στηρίζει τους εμπορικούς εταίρους της, εξαναγκάζοντάς τους να περιορίσουν τις δαπάνες τους και  αρνείται την εφαρμογή επεκτατικής οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό της, παρά την ύπαρξη τεράστιων εμπορικών πλεονασμάτων, που αποταμιεύει και αποθεματοποιεί νομισματικά. Η Γερμανία, καθώς και η Κίνα, επιβάλλει στους πελάτες της τη διατήρηση της κατανάλωσης και των εισαγωγών γερμανικών προϊόντων, χωρίς τη χορήγηση γερμανικών πιστώσεων για χρηματοδότηση των καταναλωτικών δαπανών και των εισαγωγών τους. Το κόστος της ευρωπαϊκής προσαρμογής, επιρρίπτεται εξολοκλήρου στους εταίρους της Γερμανίας που καταδικάζονται στον αποπληθωρισμό, χωρίς την αναγκαία αντιστάθμιση εκ μέρους της πλεονασματικής χώρας. Η αναμενόμενη σύγκλιση απομακρύνεται και επιβεβαιώνεται η αύξουσα απόκλιση, καθιστώντας ανέφικτη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ το δήθεν ενιαίο νόμισμα έχει πολύ διαφορετικές και αποκλίνουσες τιμές, μετρούμενες σε όρους αγοραστικής δύναμης, από χώρα σε χώρα της ευρωζώνης. Ένα ευρώ χαμηλού κόστους στη Γερμανία, αλλά πολύ υψηλότερου κόστους πρόσβασης στις ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης, χωρίς η Γερμανία να αποδέχεται τη θέσπιση αντισταθμιστικών μηχανισμών για τη διασφάλιση της συνοχής του ευρωπαϊκού συνόλου. Ενώ το ονομαστικό νόμισμα είναι τυπικά κοινό, το πραγματικό έχει αποκλίνουσες τιμές μεταξύ των διαφόρων χωρών-μελών της ευρωζώνης.
Η δεκαετία 2001-2010, χαρακτηρίσθηκε από την  υπεραφθονία και το χαμηλό κόστος του χρήματος και των πιστώσεων που προήλθαν από πλεονασματικές χώρες.(Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία). Αυτή η δεκαετία ακολούθησε την ασιατική και διεθνή κρίση του 1998 και τα αισθήματα που προκλήθηκαν από την κρίση, οδήγησαν στο φαινόμενο της υπεραποταμίευσης για λόγους ασφάλειας παγκόσμια. Οι ασιατικές χώρες αποταμίευσαν τα περισσότερα, όντας οι χώρες με τα μεγαλύτερα πλεονάσματα.  Το 2010 το ύψος της εθνικής αποταμίευσης υπερέβη στην Κίνα το 55% του ΑΕΠ, στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα κυμάνθηκε μεταξύ 35% και 40% του ΑΕΠ και στην Ινδία ήταν 44% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία, που εξάγει στο εξωτερικό το 45% του ΑΕΠ της, η εθνική αποταμίευση από 19% το 2002 είχε ανέλθει σε 27% το 2007. Η διεθνής ανασφάλεια και αστάθεια, επιτάχυναν την άνοδο των επίσημων αποθεματικών παγκόσμια, με ρυθμούς κατά πολύ υψηλότερους από αυτούς των εμπορικών πλεονασμάτων. Τα επίσημα παγκόσμια αποθεματικά, από 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2002 είχαν ανέλθει σε 9 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Δηλαδή ενώ η παγκόσμια οικονομία αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 5%-6%, τα επίσημα αποθεματικά αυξήθηκαν με τριπλάσιο μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 18%. Τα αποθεματικά απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος των  πλεονασμάτων, υποδηλώνοντας ότι τα πλεονάσματα δεν ανακυκλώνονται, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, από τις πλεονασματικές χώρες αλλά κατακρατούνται ως αποθεματικά ασφαλείας, αποσυρόμενα από την παγκόσμια ρευστότητα.
Το 2010, τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεματικών διατηρούνταν σε αμερικανικά δολάρια, αλλά ο ρόλος του χρυσού διαρκώς ενισχυόταν ως μέσο αποθεματοποίησης, με επίκεντρο τις αναδυόμενες και πλεονασματικές οικονομίες (κυρίως ασιατικές με προεξάρχουσες Κίνα και Ινδία). Η ασιατική ζήτηση για χρυσό, είχε αυξηθεί 49% το 2010 και οι κινεζικές αρχές ενθάρρυναν την αποταμίευση της χώρας στον χρυσό παρά στην οικονομική ανακύκλωση. Η επικράτηση της χρηματιστικής ‘λογικής’, είναι υπεύθυνη για την επιφυλακτικότητα των πλεονασματικών χωρών να ανακυκλώσουν τα πλεονάσματά τους, προτιμώντας την κατακράτηση μεγάλου ποσοστού τους σε μορφή αποθεματικών. Το 2010 τα σωρευτικά κινεζικά αποθεματικά (συμπεριλαμβανομένων Χονγκ-Κονγκ και Ταϊβάν), υπερέβαιναν τα 3,7 τρις δολάρια, τα ιαπωνικά τα 1,2 τρις, ενώ η ευρωζώνη διατηρούσε αποθεματικά αξίας 789 δις δολαρίων και η Λατινική Αμερική 700 δις δολάρια (από 110 δις το 2002). Τα ετήσια πλεονάσματα της παγκόσμιας οικονομίας ανέρχονται σε περίπου 700 δις δολάρια και αν υποθέσουμε ότι κατακρατούνται εξολοκλήρου, τότε τα παγκόσμια αποθεματικά αποτελούν τα συσσωρευμένα πλεονάσματα μιας 12ετίας, ενώ αν κατακρατούνται κατά το ήμισυ μιας 24ετίας. Αν μεγάλο μέρος των  πλεονασμάτων αφαιρείται από την παγκόσμια ρευστότητα και κατακρατείται έτσι, αυτό προκαλεί τη συρρίκνωση των χρηματοπιστωτικών ροών, των διεθνών συναλλαγών, των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου. Όπως είχε επισημάνει και ο Κέϋνς για την κρίση του 1929-30, αυτή επισπεύδεται από την υπεραποταμίευση και όχι από την υπερκατανάλωση. Το χρήμα αντί να εξυπηρετεί τη διεξαγωγή των συναλλαγών, αποταμιεύεται αποβαίνοντας σπάνιο. Η υψηλή ‘προτίμηση για ρευστότητα’, παραπέμπει σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή σε περίοδο μείζονος κρίσης του καπιταλισμού, εμφανιζόμενο σε φάση υποχώρησης του σχηματισμού κεφαλαίου και της απασχόλησης.
Το φαινόμενο της υπεραποταμίευσης, κατακράτησης ρευστότητας και αποθησαυρισμού, είναι μια μορφή συγκαλυμμένου προστατευτισμού. Η Γερμανία και η Κίνα, με τις επιλογές τους, αποδεικνύονται περισσότερο προστατευτικές και αθέμιτες στις ακολουθούμενες πρακτικές, από ότι οι ΗΠΑ στο χρηματοπιστωτικό πεδίο. Ο χρηματοπιστωτικός προστατευτισμός αποτελεί σοβαρότερο κίνδυνο από τον εμπορικό προστατευτισμό, γιατί με τον εμπορικό-δασμολογικό προστατευτισμό οι εθνικές οικονομίες μπορούσαν να ανακάμψουν και οι διεθνείς ανταλλαγές να βγουν κερδισμένες, ενώ με τον χρηματοπιστωτικό προστατευτισμό οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ χωρών για την ιδιοποίηση και κατακράτηση όλο και μεγαλύτερου μέρους των μέσων διεθνών συναλλαγών και πληρωμών. Τα εμπορικά πλεονάσματα της δεκαετίας 2001-2010, έχουν μετατραπεί σε αποταμίευση και αποθεματικά ασφαλείας, κυρίως από τις ασιατικές χώρες και τη Γερμανία, και αυτά με τη σειρά τους μετατρέπονται σε παγκόσμια χρηματιστική εξουσία, που επιβάλλει παγκόσμια τον αποπληθωρισμό. Η Κίνα αντιτίθεται σε κάθε μέτρο που θα επιφέρει τη διολίσθηση του δολαρίου, ως μέσο για την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, γιατί είναι το κύριο νόμισμα διατήρησης των αποθεματικών της. Παρόμοια η Γερμανία αντιμάχεται κάθε μέτρο εξασθένισης του ευρώ, ως μέσο ανάκαμψης της ευρωζώνης, γιατί είναι το κύριο νόμισμα  της αποταμίευσης και των αποθεματικών της. Η υπεραποταμίευση και η αύξηση των αποθεματικών, με την επακόλουθη άνοδο των επιτοκίων, υπονομεύουν όποια ελπίδα ανάκαμψης παγκόσμια. Η Γερμανία, η Κίνα και οι αναδυόμενες χώρες (χαρακτηρισθείσες ως ‘ατμομηχανές’ της παγκόσμιας οικονομίας), στην πράξη αποτελούν τους ‘επιτηρητές’ της παλιάς τάξης πραγμάτων, αφού έτσι αποκομίζουν τα πλεονάσματά τους. Οι αναδυόμενες και πλεονασματικές χώρες, οι πετρελαιοπαραγωγικές, ενεργειακές και χώρες παραγωγής πρώτων υλών διατηρούν την αύξουσα ευημερία τους, που αποβαίνει διαρκώς προβληματικότερη και αβέβαιη. Με την πολιτική που ασκούν, όντας οι συντηρητικότερες και αντιδραστικότερες σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο αλλαγών του παγκόσμιου συστήματος, επιβάλλουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό στην παγκόσμια οικονομία. Οι αλλοτινοί ‘σωτήρες’ του καπιταλισμού από τα αδιέξοδά του, αποδεικνύονται σήμερα οι πιθανοί μέλλοντες ‘νεκροθάφτες’ του.
Η παγκόσμια οικονομία, μέσω του αποπληθωρισμού, πολλαπλασιάζει συνεχώς την απόκλιση, τη διάσπαση και τα ρήγματα απομακρύνοντας διαρκώς τη σύγκλιση. Το νέο χρηματιστικό κεφάλαιο, που έχει συγκροτηθεί, οδηγεί στην παγκόσμια κατάτμηση και αποδόμηση και στη ραγδαία επέκταση του μαρασμού. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την  παγκόσμια αστάθεια, προέρχεται από τη χρηματοπιστωτική λογική των πλεονασματικών χωρών και όχι από την ευθύνη των ελλειμματικών. Η λιτότητα, απειλεί την παγκόσμια οικονομία και η επιλογή της από την ΕΕ, σημαίνει μερκαντιλιστικούς ανταγωνισμούς με τις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου. Η χρηματιστική μετάλλαξη, που διέσωσε τον καπιταλισμό από τα αδιέξοδα της κατάρρευσης του συστήματος Μπρέτον-Γουντς και της δεκαετίας του 1970, τον οδηγεί τώρα σε μεγαλύτερο αδιέξοδο. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας φάνηκε χρήσιμος τότε στον καπιταλισμό, αλλά σήμερα με τη συγκρότησή του σε κυρίαρχη εξουσία, έκλεισε ουσιαστικά τον κύκλο του. Πώς άραγε θα διασωθεί ο κόσμος, από την μοιραία και ασφυκτική κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, και προς ποια κατεύθυνση?


 * Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com


Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου της προκλητής ζήτησης υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα – Περικοπές στην πρωτοβάθμια υγεία ή εξοικονόμηση πόρων;



Προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου της προκλητής ζήτησης υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα – Περικοπές στην πρωτοβάθμια υγεία ή εξοικονόμηση πόρων;
Των Λεωνίδα Αναγνώστου* και Καλλίνικου Νικολακόπουλου**

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε παραθέσει στο προηγούμενο άρθρο μας, διαπιστώνεται ότι πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο περισσότερες εργαστηριακές εξετάσεις και καταναλώνονται περισσότερα φάρμακα από τα κατά μέσο όρο ισχύοντα των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με την έκθεση HEALTH DATA 2010, του ΟΟΣΑ:
 
α) Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα παγκόσμια σε αριθμό μαγνητικών τομογράφων, ως ποσοστό του πληθυσμού, μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
 
β) Η Ελλάδα είναι η πέμπτη χώρα παγκόσμια σε αριθμό αξονικών τομογράφων, ως ποσοστό του πληθυσμού, μετά τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τη Νότια Κορέα.
 
γ) Η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα παγκόσμια στη χρήση των μαγνητικών τομογραφιών με 98,1 ανά 1.000 κατοίκους με μέσο όρο του ΟΟΣΑ 47,7. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν  1.000.000 μαγνητικές τομογραφίες, έναντι 450,000 που έπρεπε να πραγματοποιηθούν
 
δ) Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα παγκόσμια στη χρήση αξονικών τομογραφιών με 320,9 αξονικές τομογραφίες ανά 1000 κατοίκους, ακολουθούμενη από τις δεύτερες ΗΠΑ με 227,8, και το τρίτο Βέλγιο 182,6. Χαρακτηριστικά στον «υπανάπτυκτο» Καναδά πραγματοποιούνται  103,5 αξονικές τομογραφίες ανά 1.000 κατοίκους. Περίπου ένας στους τρεις Έλληνες πραγματοποίησε αξονική τομογραφία και ο αριθμός τους ανήλθε σε 3.200.000.
 
Σύμφωνα με την κλαδική μελέτη της ICAP το 2011, ο συντελεστής συγκέντρωσης κεφαλαίου στην αγορά ιδιωτικής υγείας στον τομέα των διαγνωστικών κέντρων είναι ο ακόλουθος : 3 κέντρα κατέχουν το 38,4 % της αγοράς, 6 κέντρα κατέχουν το 44,5%, 9 το 49,2%, 12 το 53,3% και 15 το  56,6%. Tο σύνολο των 3.500 μικρών εργαστηρίων βιολογικών υλικών και απεικονίσεων, πέραν των πρώτων 15, διατηρεί σήμερα ποσοστό μικρότερο του 30% της αγοράς και η προκύπτουσα διαφορά μάλλον αφορά στις δημόσιες δομές. Από τα παρατεθέντα στοιχεία, προκύπτει η πιθανή ύπαρξη τεχνητής ζήτησης με καταφανή άνιση κατανομή.
 
Η πρώτη γραφική παράσταση δείχνει τη σύγκριση των μεταβολών του μέσου όρου ανά έτος της δαπάνης του ΤΕΒΕ των βιοπαθολογικών εργαστηρίων της Αττικής (χαμηλή στήλη) προ και μετά την λήψη του μέτρου ηλεκτρονικής καταχώρησης, από το 2001 έως το 2006, από το ΤΕΒΕ που είναι στατιστικά ασήμαντη σε σχέση με ένα βιοπαθολογικό εργαστήριο μεγάλης μονάδας (υψηλή στήλη) που τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής 2003 και 2004 του μέτρου, υποδιπλασίασε την κίνησή του ενώ ακολούθως σχεδόν την πενταπλασίασε. Η διαφορά αυτή εκτιμήθηκε ότι οφείλεται, στη διαπίστωση ότι το ΤΕΒΕ παρέλειψε την παρακολούθηση της εξέλιξης των δαπανών. Το χρονικό διάστημα αφορά στα έτη 2001 - 2006, με έναρξη εφαρμογής της ηλεκρονικής υποβολής το 2003.
 


Τα δύο πρώτα έτη 2003 και 2004 της ηλεκτρονικής υποβολής των καταστάσεων στο ΤΕΒΕ υπήρξε μεγάλη πτώση του όγκου και της δαπάνης εξετάσεων στο ελεγχθέν εργαστήριο (γραφική παράσταση 2), που συνέπεσε με την μείωση των δαπανών του ΤΕΒΕ για εργαστηριακές εξετάσεις στην Αττική (γραφική παράσταση 3), ενώ το 2005 και 2006 υπάρχει μεγάλη αύξηση των δαπανών που κατευθύνθηκαν στη συγκεκριμένη μονάδα. Από τα παρατεθέντα στοιχεία, προκύπτουν οι ανεπάρκειες του συστήματος και η αδυναμία λήψης των   ενδεδειγμένων μέτρων αντιμετώπισης του φαινομένου με αποτελεσματικό τρόπο, από τα εντεταλμένα όργανα της πολιτείας, λόγω έλλειψης της βούλησης για την πραγματοποίηση  τους για να μην θιγούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Από την  μελέτη των στοιχείων του ΤΕΒΕ εκείνων των ετών, προέκυψε ότι το 25% των συμβεβλημένων ιατρών στην Αττική συνέγραφαν το 50 %  των παραπεμπτικών, ενώ το 90% αυτών των παραπεμπτικών κατέληγε  σε τρεις μεγάλες εργαστηριακές μονάδες.

 
Πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι ένας γιατρός συνταγογραφούσε σε υπαρκτούς ΑΜΚΑ ανυποψίαστων ασθενών, πλαστογραφώντας τις υπογραφές τους, και μαζί με  δύο φαρμακοποιούς (με πιθανή εμπλοκή και τρίτου) εξαργύρωναν στον ΕΟΠΥΥ τις συνταγές αυτές, επιβαρύνοντας  το ταμείο με 50.000 ευρώ περίπου σε ένα μήνα. Το γεγονός, είναι το πρόσφατο παράδειγμα επιβεβαίωσης ενός διαχρονικού φαινομένου  που επαναλαμβάνεται συχνά. Οι πράξεις αυτές βέβαια, που είναι ποινικά κολάσσιμες, δείχνουν πλασματική αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και με πρόσχημα τη διαπίστωσή τους, το Υπουργείο Υγείας προβαίνει σε οριζόντιες περικοπές των παροχών πλήττοντας τους ασφαλισμένους ασθενείς.
 
Το φαινόμενο των πλαστών συνταγών, επεκτείνεται και στις εργαστηριακές εξετάσεις με την παραγωγή πλαστών παραπεμπτικών και την αναγραφή πλασματικών εξετάσεων με πανομοιότυπο τρόπο. Ασυνείδητοι γιατροί, πλαστογραφώντας υπογραφές ασθενών με την χρήση του ΑΜΚΑ ερήμην των ασφαλισμένων, εκδίδουν  παραπεμπτικά κατά βούληση επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ, ενώ τα εργαστήρια ακολούθως εισπράττουν το αντίτιμο από τον ΕΟΠΥΥ. Στον χορό των πλαστογραφήσεων, φαίνεται να ενέχονται και εργαστήρια που, γνωρίζοντας κωδικούς πρόσβασης κλινικών γιατρών,  συνταγογραφούν τα ίδια κατά βούληση δαπανηρές εξετάσεις δι' ίδιον όφελος ερήμην των ασθενών. Αυτά τα φαινόμενα πλαστογράφησης συνταγών και παραπεμπτικών, ήταν δυσχερές να εντοπισθούν, την εποχή της χειρόγραφης συνταγής, ενώ σήμερα, την εποχή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, για όποιον έχει την πολιτική βούληση να σταματήσει την παρανομία ο εντοπισμός  είναι ευχερής και χωρίς σημαντικό κόστος για τον ΕΟΠΥΥ, εξασφαλίζοντας τεράστιο όφελος για τους ασφαλισμένους και προλαμβάνοντας την πλαστογράφηση πριν αυτή καν τελεσθεί.
Από τα στοιχεία που κατά καιρούς έχουν έλθει στη δημοσιότητα, εκτιμάται ότι το ύψος των πλαστών και πλασματικών εξετάσεων αγγίζει το 30 % περίπου των δαπανών για αυτές. Τι θα έπρεπε να έχει κάνει ο ΕΟΠΥΥ που δεν έχει κάνει, αν και του έχει ήδη υποδειχθεί από διετίας και πλέον;
 
1. Να διανείμει σε πρώτη φάση μια έξυπνη κάρτα στους ασφαλισμένους,  η χρήση της οποίας θα είναι ατομική για τον κάθε ασφαλισμένο, με PIN που θα χρησιμεύει να ανοίγει ο γιατρός τον εκάστοτε ιατρικό  φάκελο που αναζητεί, προκειμένου να συνταγογραφήσει φάρμακα ή εργαστηριακά ή ιατροτεχνολογικά προϊόντα. Η εισαγωγή του PIN, είναι η ηλεκτρονική απόδειξη της φυσικής παρουσίας του ασθενούς  και φυσικά και της συνυπευθυνότητας του σε περίπτωση καταχρηστικής χρήσης. Το κόστος μιας τέτοιας  κάρτας,  δεν υπερβαίνει τα 10 λεπτά ανά ασφαλισμένο.
 
2. Στο πρόγραμμα του e-prescription, μετά την καταχώριση του ΑΜΚΑ του ασθενούς, να προστεθεί η εντολή “δώσε PIN” προκειμένου ο γιατρός να εκδώσει συνταγή ή παραπεμπτικό. Το κόστος κτήσης και ενεργοποίησης της συσκευής ανάγνωσης της κάρτας και εισαγωγής PIN βαρύνει τον ιατρό.
 
3. Φορολογικός μηχανισμός σήμανσης των συνταγών, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί τυχόν έκδοση συνταγών και παραπεμπτικών ερήμην του γιατρού η και κατ΄ εξουσιοδότησή του εκτός του ιατρείου του. Το κόστος κτήσης και λειτουργίας  του μηχανισμού βαρύνει τον ιατρό. Συνταγές χωρίς την σήμανση δεν είναι έγκυρες, δεν εκτελούνται και δεν αμείβονται. Μελλοντικά, με σοβαρή παρέμβαση στα προγράμματα, οι “έξυπνες” κάρτες μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την μεταφορά, αποθήκευση και έλεγχο συνταγών, παραπεμπτικών και άλλων ιατρικών δεδομένων προκειμένου να καταργηθούν τα έντυπα παραπεμπτικά. Φυσικά με την online σύνδεση και την δημιουργία  ηλεκτρονικών φακέλων ασθενών και παρόχων, θα ελέγχεται, θα πιστοποιείται και θα αποδίδεται η δαπάνη άμεσα.
 
Μια τέτοια εξέλιξη πλήρους μηχανογραφικής οργάνωσης, που προηγμένες χώρες της Δύσης έχουν από ετών εφαρμόσει, θα λύσει όλες σχεδόν τις παθογένειες ενός σάπιου και διεφθαρμένου συστήματος. Υπάρχει όμως η πολιτική βούληση για μια τέτοια εξέλιξη, που θα καταδείξει και θα απομονώσει αυτούς που επιβαρύνουν το σύστημα Υγείας;

* Ιατρός Βιοπαθολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελεύθερος Επαγγελματίας και τ. Πρόεδρος ΠΟΣΙΠΥ (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιωτικής Πρωτοβάθμιας Υγείας), email : analab@otenet.gr, website : www.l-analab.gr

 ** Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Συστημική κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού καπιταλισμού και μονεταριστικές ‘μεταρρυθμίσεις’



Συστημική κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού καπιταλισμού και μονεταριστικές ‘μεταρρυθμίσεις’
Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου* 15/10/2014

Κατά τη δεκαετία 2001-2010 ο συνολικός δανεισμός, δημόσιος και ιδιωτικός, αυξήθηκε με περίπου πενταπλάσιο ρυθμό ταχύτερα στην ομάδα των αναπτυγμένων χωρών, από ότι το εθνικό εισόδημά τους. Η αναντιστοιχία μεταξύ χρέους και εισοδήματος είναι ιδιαίτερα έντονη στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιρλανδία με τις χώρες ΕΕ να ακολουθούν, με την Ελλάδα στο μέσο της κατάταξης. Οι μέχρι πρόσφατα ‘οικονομίες-πρότυπα’, με ‘ευφυή’ ονόματα όπως ‘τίγρεις’, ‘δράκοντες’ κλπ, αποδείχθηκαν  οι πιο υπερχρεωμένες. Το δημόσιο χρέος των είκοσι πλουσιότερων χωρών παγκόσμια, κατά το ΔΝΤ, προβλέπεται να ανέλθει σε 115% του ΑΕΠ το 2015. Το 2050, το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας θα έχει ανέλθει σε 600% του ΑΕΠ, της Βρετανίας 500%, των ΗΠΑ 450%, της Γαλλίας 400%, της Γερμανίας 300% και της Γαλλίας 250%. Η επιταχυνόμενη χρηματοπιστωτική διόγκωση,  σε σχέση με την έκταση της ‘πραγματικής’ οικονομίας, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Η αναντιστοιχία μπορεί να κατανοηθεί είτε ως ‘επιβράδυνση’ της παραγωγικής οικονομίας, που επιβεβαιώνεται από την παρατηρούμενη κάμψη των ρυθμών παραγωγικότητας στις δυτικές οικονομίες, είτε με την επιτάχυνση, την χρηματιστική αυτονόμηση και την εκτόξευση προς την ‘εικονική πραγματικότητα’. Στην πρώτη περίπτωση, τίθεται ζήτημα κρίσης στην ‘πραγματική’ οικονομία, ενώ στη δεύτερη η κρίση περιορίζεται στον χρηματιστικό τομέα. Οι δύο όψεις της σημερινής κρίσης δεν είναι αυτόνομες, αλλά βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση, παρότι η φύση και η έκτασή τους δεν έχουν προσδιορισθεί επακριβώς.
Και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται σαφώς για κρίση υπερσυσσώρευσης και  υπερπαραγωγής, που καταλήγει πάντα στην επιβράδυνση της παραγωγής και την καταστροφή σημαντικού μέρους του συσσωρευμένου κεφαλαίου. Το γεγονός επιβεβαιώνεται με αυξητικό ρυθμό στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, με τις μεγάλης έκτασης εξαγορές στοιχείων του σταθερού εταιρικού κεφαλαίου και την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και κατοικιών. Από κάποιους ερμηνεύεται με την έννοια του ‘γενικευμένου μαρασμού’, δηλαδή της οικονομικής στασιμότητας σε μακροχρόνια βάση, όσον αφορά τόσο στον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στην ‘πραγματική’ οικονομία. Ο ‘μαρασμός’ στην πραγματική οικονομία, συνεπάγεται την αυξημένη επιφυλακτικότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων ως προς τη δέσμευσή τους σε διαδικασίες αναθέρμανσης, ενώ η μόνιμη επιφυλακτικότητα επιδεινώνει την ικανότητα της πραγματικής οικονομίας να ανακάμψει. Ο χρηματιστικός τομέας συγκροτείται πλέον ως ‘χρηματιστική εξουσία’, με συνέπεια ενώ αυτός επέτρεπε την υπέρβαση της οικονομικής στασιμότητας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, παύει σήμερα να προσφέρει λύσεις και καθίσταται  επιβαρυντικό στοιχείο του αρχικού προβλήματος.
Η παρούσα κρίση του καπιταλισμού δεν είναι τυχαία ούτε εξωγενής, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά ενδογενούς και συστημικής κρίσης. Επιβάλλεται η υπέρβαση της ‘δυαδικής’ ερμηνείας της, ώστε να εξηγηθεί το σύνολο των όψεων της κρίσης ενιαία. Η προέλευσή της ανάγεται στις δραματικές αλλαγές της οικονομικής πολιτικής των δυτικών κρατών, που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Η χρηματιστική μετάλλαξη του καπιταλισμού, η χρηματιστικοποίηση, επέτρεψε τη διάνοιξη μιας ‘οδού σωτηρίας’ για τη διοχέτευση πλεοναζόντων κεφαλαίων, ανακουφίζοντας έτσι την υπερσυσσώρευση που είχε από τότε δημιουργηθεί. Ταυτόχρονα επέτρεψε να διαμορφωθεί ένα νέο ανυπέρβλητο ‘τείχος του χρήματος’, που θα καθήλωνε τη συσσώρευση στο άμεσο μέλλον. Ο μηχανισμός σωτηρίας του καπιταλισμού επρόκειτο σύντομα να μετεξελιχθεί σε καταλύτη, που ήταν η αρχή για την μεγαλύτερη και περισσότερο επίφοβη κρίση του.
Ως γνωστό, το κυριότερο προϊόν του καπιταλισμού είναι το κεφάλαιο και η παραγωγή του αναπτύσσεται ταχύτερα από αυτή των άλλων εμπορευμάτων και οπωσδήποτε από ότι η ενεργή ζήτηση της οικονομίας (σύμφωνα με τον Μαρξ αλλά και τον Κέϋνς), με αποτέλεσμα να προκαλούνται οι περιοδικές, είτε συγκυριακές είτε διαρθρωτικές, κρίσεις. Ο ‘νόμο της δυσαναλογίας’ στην καπιταλιστική οικονομία, έχει αναλυθεί και από τον Λένιν το 1916, που επεσήμανε και τη  δυσανάλογη λειτουργία ανάμεσα στον χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό τομέα της οικονομίας.  
Αναπόφευκτη συνέπεια από την επιταχυνόμενη και άμετρη συσσώρευση του κεφαλαίου, σε σχέση με τις δυνατότητες αξιοποίησής του, είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που εξαναγκάζει το σύστημα να αναζητεί νέες, πρόσθετες μορφές αξιοποίησης του κεφαλαίου και κερδοφορίας. Το άνοιγμα του χρηματιστικού τομέα, όπως είχε επισημανθεί και από τον αμερικανό μαρξιστή οικονομολόγο  Πωλ Σουήζυ, θα ‘ανακούφιζε’ το κεφάλαιο από το αδιέξοδο της κάμψης των αποδόσεων στο οποίο είχε περιέλθει. Αυτού του είδους η ‘ανακούφιση’ με το άνοιγμα του χρηματιστικού τομέα,  είχε ήδη εμφανισθεί και λειτουργήσει με ‘επιτυχία’ στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Όμως επρόκειτο να καταλήξει άδοξα και τραγικά, με την υπονόμευση της ‘πραγματικής’ οικονομίας του καπιταλισμού, μέσω των μορφών του παρασιτισμού και της αποσύνθεσης που επέτρεψε να αναπτυχθούν στη συνέχεια. Οι αντινομίες του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχουν αναλυθεί ήδη από τον Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910) και Νικολάι Μπουχάριν (1915). Δεν επρόκειτο για απλή ‘συγχώνευση’ μεταξύ του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου, όπως κατανοήθηκε μετέπειτα, αλλά κυρίως για έναν βαθύ και αξεπέραστο ανταγωνισμό ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο  και την ‘πραγματική’ οικονομία, μέχρι την ολική επικράτηση του πρώτου επί της δεύτερης. Σήμερα το ίδιο φαινόμενο επανέρχεται και όσο περισσότερο τα πράγματα αλλάζουν, τόσο καταλήγουν να επιστρέφουν στα βασικά. Το χρηματοπιστωτικό πεδίο ‘ανακουφίζει’ τον καπιταλισμό αποδομώντας τον στη συνέχεια, μέσω της εκποίησης και εξαγοράς, σε τιμές ευκαιρίας, των περιουσιακών στοιχείων του. 
Η ‘ανακούφιση’ μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα εκπλήρωσε τον ρόλο της στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αποβαίνοντας έκτοτε διαρκώς απειλητικότερη για την ‘πραγματική’ οικονομία μέσω της παγκόσμιας επιβολής του κανόνα της συρρίκνωσης και της ύφεσης, δηλαδή του βιαιότερου αποπληθωρισμού που έχει γνωρίσει ο κόσμος στην οικονομική ιστορία του. Με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εφαρμόζονται παντού πολιτικές λιτότητας και απομείωσης τιμών, που μοιραία συνεπάγονται εξαγορές και εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημόσιου πλούτου. Με την προτεραιότητα στην πάλη κατά των  δημοσίων ελλειμμάτων και τη γενίκευση της πολιτικής της λιτότητας, οι συντηρητικότερες διεθνείς δυνάμεις, στην υπηρεσία του χρηματιστικού κεφαλαίου, διακινδυνεύουν και πάλι την κατεδάφιση κάθε μορφή παραγωγής, προς θρίαμβο του παρασιτισμού και της σήψης. Η σημερινή διαδικασία διατηρεί ομοιότητες με εκείνη που εκδηλώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, παρόλο που έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της που τη διαφοροποιούν από κάθε προηγούμενο παρεμφερές ιστορικό φαινόμενο.
Η μονεταριστική ‘επανάσταση’, στις αρχές της δεκαετίας του 1980-1990, συνέβαλε καθοριστικά στη χρηματοπιστωτική πολιτική που ακολούθησε. Παρουσιάσθηκε ως περιοριστική πολιτική, που αποσκοπούσε να θέσει υπό έλεγχο τη νομισματική κυκλοφορία προκειμένου να προστατεύσει τις οικονομίες από τον κίνδυνο του πληθωρισμού της περιόδου 1970-1980. Ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος, άνοιξε τον δρόμο για την εμφάνιση πληθώρας ανεπίσημων αλλά ισοδύναμων νομισματικών μορφών, και ιδίως αυτού που ονομάσθηκε ‘δανειακό χρήμα’. Οι περιοριστικές πολιτικές των αρχών, ξεπεράσθηκαν από τις επεκτατικές πολιτικές των ιδιωτικών τομέων. Εξάλλου τεράστιες ποσότητες χρήματος, παρασχέθηκαν στις δυτικές οικονομίες μέσω δανεισμού από τις αναδυόμενες πλεονασματικές χώρες, κυρίως της Ασίας. Οι δημιουργηθείσες νέες συνθήκες ευνόησαν την εμφάνιση των λεγόμενων χρηματοπιστωτικών καινοτομιών, που οδηγήθηκαν μέχρι τη νομιμοποίηση όλων των απαγορευμένων από την εποχή του Ρούσβελτ (1935) πρακτικών, με αποκορύφωμα το 1999, με την ακύρωση από τον Κλίντον του νόμου Γκλας-Στήγκαλ (1935), που διαχώριζε τις δραστηριότητες των εμπορικών τραπεζών από εκείνες των επενδυτικών. Αυτό το έτος στάθηκε καθοριστικό, για την ολοκλήρωση της χρηματιστικής μετάλλαξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτή η μετάλλαξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ‘χρηματιστικό πραξικόπημα’, που οδήγησε στον σχηματισμό μιας ‘νέας οικονομικής ολιγαρχίας’ με την εμφάνιση της έννοιας της ‘εικονικής οικονομίας’, που παρουσίασαν οι οικονομικοί σύμβουλοι του Κλίντον. Αυτή η έννοια έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό, εξαιτίας της περιφρόνησης που επέδειξε απέναντι στους νόμους της οικονομικής επιστήμης πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει το εικονικό στοιχείο στην αρχή της οικονομικής πραγματικότητας.
Έτσι αναπτύχθηκαν οι πιο εξεζητημένες, αφηρημένες και αυθαίρετες μορφές χρήματος και πίστης, χωρίς την ελάχιστη αντιστοιχία με την πραγματική οικονομία, και σε ανταγωνιστική σχέση με αυτήν. Τα χρηματιστικά παράγωγα, αποτέλεσαν το ισοδύναμο ‘όπλων μαζικής καταστροφής’. Οι τιτλοποιήσεις επισφαλών πιστώσεων, τα λεγόμενα swaps, οι ακάλυπτες πωλήσεις, τα CDS, τα hedge funds κλπ μετέτρεψαν τη σύγχρονης οικονομίας σε ένα τεράστιο ‘καζίνο’. Ενώ στόχος ήταν ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας και λαμβάνονταν μέτρα για την πραγματοποίησή του, επιτεύχθηκε η μεγαλύτερη στην ιστορία και εκτός οιουδήποτε ελέγχου πραγματική νομισματική έκρηξη και επέκταση. Η ανεξέλεγκτη νομισματοπιστωτική υπερτροφία, προκάλεσε μια βαθύτερη μετάλλαξη στο καπιταλιστικό σύστημα : η εικονική οικονομία, ευάλωτη λόγω της ταχύτητας επέκτασής της, στρέφεται σήμερα προς την παραγωγική για να της επιβάλει το κόστος της δικής της σταθεροποίησης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί πλέον απλή μορφή κεφαλαίου μεταξύ άλλων μορφών, αλλά την κυρίαρχη μορφή, που επιβάλλεται και κατευθύνει όλες τις άλλες. Αν ευσταθεί ότι η υπεραφθονία των  μέσων πληρωμών ενθαρρύνει την παραγωγή, ευσταθεί εξίσου ότι η επικράτηση της παραγωγής, με τη συναφή πτώση τιμών λόγω μειωμένης ζήτησης, συνεπάγεται την αύξηση της πραγματικής αγοραίας αξίας όλων των μέσων πληρωμών. Το εικονικό επιβάλλεται στο πραγματικό : ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αφού εξασφάλισε διέξοδο στον καπιταλισμό, που αντιμετώπιζε έλλειμμα ευκαιριών για τοποθετήσεις κεφαλαίου, συμπεριφέρεται σήμερα ως ο μέλλων ‘νεκροθάφτης’ του. Δεν επαγγέλλεται πλέον νέα πεδία αξιοποίησης του κεφαλαίου, αλλά πολιτικές λιτότητας, ύφεσης και αποπληθωρισμού, που αποφέρουν την πτώση των τιμών, με αιτιολογία τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Τα πάντα οδηγούν σήμερα όχι σε αλλαγές της παραγωγικής βάσης και δομής, αλλά σε διάλυση και εκποίηση αυτής υπό συνθήκες ‘καταστροφής’.
Έπειτα από μια περίοδο ξέφρενων δαπανών επί πιστώσει, το χρηματιστικό κεφάλαιο επιβάλλει αλλαγή πλεύσης και νέα κατεύθυνση : τη συρρίκνωση δαπανών, πιστώσεων και νομισματικής κυκλοφορίας, επικαλούμενο την αφερεγγυότητα των κρατικών χρεών και την κατάρρευση του γενικού κλίματος εμπιστοσύνης, ακόμη και στις διατραπεζικές συναλλαγές. Η μονεταριστική ‘επανάσταση’ της δεκαετίας του 1980, αντί να ελέγξει περισσότερο και να εξυγιάνει την οικονομία, κατέληξε σε ένα νομισματοπιστωτικό ωκεανό, ακόμη πιο ανεξέλεγκτο και ακόμη πιο επικίνδυνο συγκριτικά με το παρελθόν. Το δεύτερο και επιθετικότερο κύμα περικοπής των δαπανών και των πιστώσεων, είτε στο διεθνές επίπεδο είτε στο εσωτερικό, αυξάνει την πίεση για γενική απαξίωση των αγαθών, των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων, με συναφή υπεραξίωση όλων των μέσων πληρωμών. Οι περικοπές δαπανών δεν ευνοούν την παραγωγή, αλλά τις εξαγορές περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και του Δημοσίου.


 * Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Περιπτώσεις προκλητής ζήτησης υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα



Περιπτώσεις προκλητής ζήτησης υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα
Των Καλλίνικου Νικολακόπουλου* και Λεωνίδα Αναγνώστου** 6/10/2014

Στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ανεπαρκειών του συστήματος υγείας σε αρκετούς τομείς, παρατηρούνται υψηλότατοι δείκτες κατανάλωσης. Η Ελλάδα το 2011 είχε 6,1 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 3,2 (μακράν ο μεγαλύτερος αριθμός από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ). Αντίθετα στην Ελλάδα το 2009, υπήρχαν μόνο 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ποσοστό 38% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 8,7. Το 2010 στην Ελλάδα υπήρχαν λειτουργούντες 22,6 μαγνητικοί τομογράφοι και 34,3 αξονικοί τομογράφοι ανά 1.000.000 κατοίκους, ενώ οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 13,3 και 23,2. Οι περισσότεροι μαγνητικοί και αξονικοί τομογράφοι είναι εγκατεστημένοι σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, με την μειοψηφία τους να βρίσκεται σε δημόσια νοσοκομεία. Το 2008 ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων, με χρήση μαγνητικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν 97,9 ανά 1.000 κατοίκους, υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 48,1.  Αντίστοιχα ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων το 2008, με χρήση αξονικών τομογράφων, που πραγματοποιήθηκε  στην Ελλάδα ήταν 320,4 ανά 1.000 κατοίκους, δυόμιση φορές μεγαλύτερος του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ που ήταν 127,9.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σαφής και ευθεία συσχέτιση των λειτουργούντων στην Ελλάδα μαγνητικών και αξονικών τομογράφων με τον αριθμό των γιατρών ανά 1.000 κατοίκους, καθώς και με τον αριθμό των πραγματοποιηθεισών διαγνωστικών εξετάσεων, οδηγεί στην αναμφίβολη ύπαρξη του φαινομένου της προκλητής ζήτησης. Το φαινόμενο θα επιδεινωθεί, λόγω της πρόσφατης κατάργησης των πληθυσμιακών κριτηρίων από το Υπουργείο Υγείας με την Υπουργική Απόφαση ΓΠ/ΟΙΚ 92211 ΦΕΚ 2494/13-10-2013, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των λειτουργούντων αξονικών τομογράφων.  Συγκρίνοντας τις πραγματοποιηθείσες διαγνωστικές εξετάσεις στην Ελλάδα με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, εύκολα καταλήγουμε ότι παραπάνω από τις μισές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως άσκοπες (ενδεχομένως και πλασματικές). Ειδικά όμως για την περίπτωση πραγματοποίησης διαγνωστικών εξετάσεων με τη χρήση αξονικών τομογράφων, επισημαίνουμε ότι μπορεί να προκαλέσουν επιβαρύνσεις στην υγεία των εξεταζόμενων, λόγω της άσκοπης έκθεσής τους σε ακτινοβολία. Η οικονομική αποδοτικότητα αφορά στην επίτευξη ή όχι του στόχου της μεγιστοποίησης των βελτιώσεων στην υγεία, που παράγονται με ένα δεδομένο επίπεδο δημόσιας δαπάνης, και διακρίνεται σε τεχνική και κατανεμητική αποδοτικότητα. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί τεχνικής αποδοτικότητας, γιατί με δεδομένη την αριστοποίηση της τεχνολογίας οφείλουμε να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος παραγωγής μιας δεδομένης ποσότητας προϊόντος, πράγμα που σαφώς παραβιάζεται σε μεγάλο βαθμό.
Η φροντίδα υγείας  αν και μοιάζει με τα υπόλοιπα αγαθά, γιατί  εξαρτάται από το εισόδημα και τις προτιμήσεις των ατόμων, καθώς και από τις σχετικές τιμές (όπως σε όλα τα αγαθά), διαφέρει γιατί η κατανάλωσή της εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας των ατόμων (συχνά υπό τον πανικό της μόνιμης βλάβης ή και του θανάτου) που μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ασυνείδητους γιατρούς, προκαλώντας σοβαρή οικονομική επιβάρυνση  στον ασθενή ή στον ασφαλιστικό του φορά που συνήθως στην Ελλάδα επωμίζεται το θεραπευτικό κόστος. Διαφέρει όμως από τα υπόλοιπα αγαθά, κυρίως επειδή χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία πληροφόρησης και αβεβαιότητα. Στα περισσότερα αγαθά ο καταναλωτής είναι ‘κυρίαρχος’, έχοντας αρκετά σαφή εικόνα της ποιότητας του προϊόντος, ή μπορεί να την αποκτήσει εύκολα με την επανάληψη και την εμπειρία. Στις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας υγείας, ο ασθενής δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει ιδία γνώση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων θεραπειών και διαγνωστικών εξετάσεων. Η πληροφόρησή του προκύπτει από τους ίδιους τους γιατρούς, που ενεργούν ως εκπρόσωποι-αντιπρόσωποι των ασθενών επιλέγοντας την κατάλληλη αγωγή-θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση και στη συνέχεια την παρέχουν σε αυτούς.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ ασθενών και γιατρών, σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν μπορούν να λειτουργούν ως κυρίαρχοι-ορθολογικοί καταναλωτές στον τομέα της υγείας, εκτός βέβαια και εάν γίνουν οι ίδιοι γιατροί. Η συνέπεια της αδυναμίας αυτής, είναι σημαντικότατη για το είδος των καλλιεργούμενων σχέσεων μεταξύ ασθενών-καταναλωτών και γιατρών-παραγωγών. Οι ασθενείς δεν επιλέγουν γιατρό όποτε  χρειάζεται να αγοράσουν υπηρεσίες υγείας, ώστε να προκαλείται ανταγωνισμός ανάμεσά τους, ενώ αντίθετα υιοθετούν μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης με τους επιλεγέντες γιατρούς σε καθοριστικές στιγμές της ζωής τους. Αυτή η μακροχρόνια σχέση, ισχύει ιδιαίτερα σε ιατρικές ειδικότητες όπως του παιδιάτρου, του γυναικολόγου, τον οικογενειακού γιατρού (αν υπάρχει), κάποιου γιατρού άλλης ειδικότητας  (σε περίπτωση χρόνιας νόσου) κτλ. Η ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ γιατρού και ασθενή, μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο της προκλητής ζήτησης. Επειδή οι γιατροί λαμβάνουν οι ίδιοι για λογαριασμό των ασθενών αποφάσεις σχετιζόμενες με την ακολουθητέα θεραπεία ή διαγνωστική εξέταση, μπορεί να επιλέξουν θεραπείες υψηλότερου κόστους ή και περιττές-άχρηστες διαγνωστικές εξετάσεις συχνά επαναλαμβανόμενες, που δεν θα επέλεγε ο ασθενής εάν είχε τέλεια πληροφόρηση. Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης οδηγεί σε υπερβολική κατανάλωση, υπερβαίνοντας το κοινωνικά άριστο επίπεδο (απώλεια ευημερίας). Η επαλήθευση του φαινομένου της προκλητής ζήτησης, δύσκολα αποδεικνύεται εμπειρικά (πώς θα μάθουμε π.χ. το είδος της θεραπείας που θα επέλεγε ο ασθενής για τον εαυτό του αν ήταν ο ίδιος γιατρός;). Διαπιστώνεται όμως ότι στα συστήματα αμοιβής κατά πράξη (fee-for service), το συνολικό κόστος της υγείας είναι υψηλότερο, αφού προσφέρεται κίνητρο στους γιατρούς για παροχή θεραπειών μεγαλύτερης ποσότητας και υψηλότερου κόστους. Στην περίπτωση πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ενός ασθενούς, ο συνδυασμός προκλητής ζήτησης και ηθικού κινδύνου μεγιστοποιεί το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα, για το έτος 2009, η κατά κεφαλή φαρμακευτική κατανάλωση ήταν η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις χώρες του ΟΟΣΑ (2,4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 1,5% του ΑΕΠ για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 1,7% για την ΕΕ). Ακόμη το 2011 στην Ελλάδα, η ορισμένη ημερήσια δόση φαρμακευτικής κατανάλωσης αντιβιοτικών ήταν 34,9 έναντι 20,7 που ήταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ (μακράν η υψηλότερη κατανάλωση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ). Το γνωστό και τεράστιο πρόβλημα της πολυφαρμακίας, καθιστά τους σχετικούς κινδύνους ακόμα μεγαλύτερους (π.χ. ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων λόγω της αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών), ενώ η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη λόγω και της πολυπλοκότητας των αιτιών του. Οι σημαντικότερες αιτίες σχετίζονται με τη λανθασμένη και αντιεπιστημονική νοοτροπία πολλών γιατρών (που δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσεων), με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις ακολουθούμενες στρατηγικές μάρκετινγκ της φαρμακοβιομηχανίας και τη στρεβλή αντίληψη και νοοτροπία μεγάλου μέρους του πληθυσμού που ρέπει στη φαρμακευτική υπερκατανάλωση. Αν και οι Έλληνες θεωρούνται από τους υγιέστερους πληθυσμούς παγκοσμίως, υπόκεινται σε δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες εκθέτοντας την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους.

 * Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com
 

** Ιατρός Βιοπαθολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελεύθερος Επαγγελματίας και τ. Πρόεδρος ΠΟΣΙΠΥ (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιωτικής Πρωτοβάθμιας Υγείας), email : analab@otenet.gr, website : www.l-analab.gr