Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Είναι οι φόροι κατανάλωσης σε καπνό, αλκοόλ και ‘ανθυγιεινές’ τροφές κοινωνικά δίκαιοι ή διαστρέφουν τις θεμελιώδεις αρχές επιβολής της φορολογίας?

Είναι οι φόροι κατανάλωσης σε καπνό, αλκοόλ και ‘ανθυγιεινές’ τροφές κοινωνικά δίκαιοι ή διαστρέφουν τις θεμελιώδεις αρχές επιβολής της φορολογίας?

Του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου*  1/4/2015

Oι φόροι κατανάλωσης που επιβάλλονται σε καπνό-τσιγάρα, αλκοολούχα ποτά και ‘ανθυγιεινές’ τροφές (τροφές με υψηλή περιεκτικότητα λιπαρών, ζάχαρης και αλατιού),  είναι το νέο εισαγόμενο ‘φρούτο’ εξ εσπερίας, που υιοθετείται άκριτα ως πανάκεια από νεοφιλελεύθερους και μη οικονομολόγους της υγείας και όχι μόνο. Στην Ελλάδα πρόσφατα επιβλήθηκε ένας τέτοιος φόρος στην κατανάλωση προϊόντων καπνού και αλκοολούχων ποτών, κατ’ επιταγή της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής επιβολής που αποσάθρωσε το ήδη πληγέν σύστημα υγείας κοινωνικής ασφάλισης φιλελευθεροποιώντας το περαιτέρω, ενώ προτάθηκε να επεκταθεί και  στην κατανάλωση ‘ανθυγιεινών’ τροφών. Οι λεγόμενοι φόροι ‘αμαρτίας’, όπως έχει διεθνώς επικρατήσει να ονομάζονται, επιβάλλονται σε εκείνα τα αγαθά, όπως καπνός αλκοόλ και ‘ανθυγιεινές’ τροφές, που είναι αντικείμενα ευρείας αποδοκιμασίας. Τέτοιοι φόροι, είναι συχνά επιτρεπτοί επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι (συμπεριλαμβάνονται αρκετοί καπνιστές, μετριοπαθείς πότες και άνθρωποι με ‘ανθυγιεινές’ διατροφικές συνήθειες), αισθάνονται ότι υπάρχει κάτι αμυδρά ανήθικο στην κατανάλωση τέτοιων προϊόντων. Σκέφτονται ότι αυτοί οι φόροι ‘αμαρτίας’ επιτυγχάνουν διπλό στόχο, γιατί η πολιτεία αποκτά περισσότερα έσοδα και οι ‘κακές συνήθειες’ γίνονται ακριβότερες. Οι φόροι ‘αμαρτίας’ δεν είναι ένας τεχνικός όρος στα οικονομικά, αλλά μια μορφή φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται σε μερικά αγαθά. Διαφέρουν από ένα γενικό φόρο επί των πωλήσεων (π.χ. Φ.Π.Α.), που επιβάλλεται στο σύνολο των αγαθών (με συγκεκριμένες ελάχιστες εξαιρέσεις). Αυτό σημαίνει, ότι επιβάλλονται επιπρόσθετα ενός φόρου επί των πωλήσεων.
Η μακροπρόθεσμη συνέπεια ενός φόρου κατανάλωσης, είναι μία μείωση στην προσφορά του αγαθού, επί του οποίου επιβλήθηκε ο φόρος, οδηγώντας σε μια αύξηση της τιμής που οι καταναλωτές πρέπει να πληρώσουν. Αν αυτοί που τοποθετούν για αγορά το προϊόν, συνεχίσουν να το παράγουν στην ίδια ποσότητα δεν θα μπορούν να αυξήσουν την τιμή του. Αν οι καταναλωτές, εξακολουθούσαν να είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την πραγματική τιμή του αγαθού συν τον φόρο, οι παραγωγοί θα μπορούσαν επιτυχώς να χρεώσουν αυτό το ποσό χωρίς να συνυπολογίσουν την επιβολή του φόρου. Αυτό θα μας έδειχνε, ότι χρέωσαν λιγότερο από αυτό που η διακίνηση του αγαθού θα επέτρεπε. Και γιατί να μην χρεώσουν περισσότερο για το προϊόν; Μετά από όλα αυτά, δεν θα μπορούσαν να είχαν επωφεληθεί των όποιων ανελαστικοτήτων ζήτησης του προϊόντος, πριν την επιβολή του φόρου; Έτσι, αν συνεχίσουν να πουλούν την ίδια ποσότητα προϊόντος στην αγορά με τον πρόσφατα επιβληθέντα φόρο, δεν θα μπορούν να πάρουν περισσότερα από ότι θα έπαιρναν με την παλιά τιμή. Από τη στιγμή που αυτή η τιμή δεν θα τους αποζημιώνει για τα νέα υψηλότερα κόστη, ορισμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να μειώσουν την προσφορά των προϊόντων. Η έξοδος των οριακών επιχειρήσεων από την παραγωγή των προϊόντων, ως αποτέλεσμα των υψηλότερων φόρων, συμβάλλει στην μείωση της προσφοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί δεν ελέγχουν άμεσα τις τιμές, στις οποίες θα πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Μόνο η μεταβολή της προσφοράς ή της ζήτησης, θα τους καταστήσει ικανούς να τροποποιήσουν την τιμή. Η αύξηση της ζήτησης πρακτικά αποκλείεται, ως μέσο για να αντισταθμίσουν τα υψηλότερα κόστη παραγωγής. Αν ο χειρισμός της ζήτησης ήταν δυνατός, θα είχαν πράξει έτσι πριν την αύξηση στα κόστη παραγωγής. Έτσι, αυτό που αλλάζει την τιμή είναι η ελάττωση στην προσφορά του αγαθού. Συνεπώς, η μείωση στην προσφορά σημαίνει ότι λιγότερο εμπόρευμα θα καταναλωθεί. Το πώς θα σκεφθούμε για τους φόρους κατανάλωσης εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το πώς σκεφτόμαστε για τους φόρους γενικά. Ο γενικός σκοπός τους είναι η αύξηση των εσόδων και η χρηματοδότηση  των κυβερνητικών δαπανών, ειδικά στον τομέα της υγείας. Αν η κυβέρνηση έπαιρνε τα χρήματα και τα πέταγε στο φούρνο, θα υπήρχε μείωση στην προσφορά χρήματος. Τα απομένοντα χρήματα θα ήταν αρκετά για να αγοράσουν την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της επακόλουθης μείωσης των τιμών. Αυτό που ενδιαφέρει, επομένως, είναι οι συνέπειες της κυβερνητικής απόφασης σε πραγματικούς όρους : τα αγαθά και οι υπηρεσίες που δεν θα είναι πλέον διαθέσιμα και η επακόλουθη αύξηση των τιμών. Ακόμη κι άνθρωποι  που δεν πληρώνουν φόρους (άμεση φορολογία), πληρώνουν για αυτά τα αγαθά, με την μορφή των υψηλότερων τιμών, γιατί πραγματικά τα επιθυμούν. Οι άνθρωποι, μερικές φορές, είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν φόρους κατανάλωσης σε ‘αμαρτωλά’ προϊόντα, από ένα αίσθημα ότι αυτή είναι μία νόμιμη τιμωρία για τέτοιες απολαύσεις.
Μερικές φορές βέβαια, ο εμφανής σκοπός τέτοιων φόρων είναι η αποθάρρυνση χρήσης του προϊόντος και η μείωση της ποσότητας του καταναλωθέντος προϊόντος. Πολλοί θα αναρωτιούνται, αν μία τέτοια πατερναλιστική δράση εκ μέρους της κυβέρνησης είναι αιτιολογημένη. Θα αναρωτηθούν, τι κάνει τους πολιτικούς καλύτερους δικαστές για το τι είναι καλό για μας και επομένως αν θα έχουμε εμπιστοσύνη στη δική μας ή τη δική τους κρίση. Κατά περίσταση, οι φόροι ‘αμαρτίας’ βρίσκουν υποστηρικτές γιατί υποτίθεται ότι αυξάνουν τα έσοδα και αποθαρρύνουν τη χρήση των ‘αμαρτωλών’ προϊόντων. Κατά πολλούς ειδικούς, η επιβολή στον Καναδά φορολογίας καπνού έχει αποδειχθεί ότι σώζει ζωές και αυξάνει τα έσοδα. Οι φόροι ‘αμαρτίας’ τελικά δεν αυξάνουν τα έσοδα, εκτός αν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το προϊόν, και δεν σώζουν ζωές, εκτός αν οι άνθρωποι αποφεύγουν τη χρήση του προϊόντος.
Θεωρώντας ότι το σύστημα υγείας χρηματοδοτείται από τα γενικά έσοδα, που αποκτώνται από το φορολογικό σύστημα (όπως συμβαίνει σε χώρες με εθνικό σύστημα υγείας), μια συνολική ή μερική αντικατάσταση της χρηματοδότησης από έναν υποθετικό φόρο κατανάλωσης καπνού- αλκοόλ – ‘ανθυγιεινών’ τροφών, οδηγεί σε καταφανή διαστρέβλωση της αιτιολόγησης της γενικής άμεσης φορολογίας, που είναι η προοδευτική αναλογικότητα της επιβολής της και ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας της, υπέρ των κοινωνικών δαπανών και επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου.


* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα),  email : nikokal02@yahoo.gr, website :www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Δημιουργία και λειτουργία της διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) του χρέους στην Ελλάδα

Δημιουργία και λειτουργία  της διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου  (ΕΛΕ) του χρέους στην Ελλάδα
του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου* 23/3/2015 

Το πρόβλημα του χρέους δεν αποτελεί ένα απλό οικονομικό-διαχειριστικό ζήτημα, αλλά πολυπλοκότερο πρόβλημα πού αφορά στην κοινωνική ζωή και τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, ενώ η πρόταση αντιμετώπισής του αποτελεί το ουσιωδέστερο στοιχείο μιας στρατηγικής διεξόδου από την κρίση. Η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους έχει πολυποίκιλες προεκτάσεις, απασχολώντας εντονότατα την  ελληνική κοινωνία, γιατί τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν τεράστια αδιέξοδα και δυσκολίες αποπληρωμής του ιδιωτικού χρέους (ληξιπρόθεσμα στεγαστικά-καταναλωτικά δάνεια, μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έκλεισα λόγω αδυναμίας αποπληρωμής επιχειρηματικών δανείων κλπ). Είναι επιβεβλημένη μία πολιτική αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους με αξιοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου, της δικαιοσύνης και θέσπισης νομοθετικών διατάξεων ελάφρυνσής του, ενώ αντίστοιχα οφείλει να αντιμετωπισθεί και η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.  Η δημιουργία ειδικής διεθνούς επιτροπής λογιστικού ελέγχου (audit) του δημόσιου χρέους και η ολοσχερής κατάργηση-ακύρωση των ‘μνημονιακών’ πολιτικών, που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή του, είναι απαραίτητες.  
Η συγκρότηση ‘Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου’ (ΕΛΕ) δεν παρομοιάζεται  π.χ. με μια εξεταστική επιτροπή της Βουλής που έχει καταλήγει στη συγκάλυψη και όχι την ανάδειξη   των αιτιών, των υπευθύνων και τον καταλογισμό ευθυνών. Η υπόσταση και ο σκοπός της ΕΛΕ, είναι διαφορετικός από αυτόν μιας τεχνικής επιτροπής ή μη κυβερνητικής οργάνωσης που πραγματοποιεί υποδείξεις στην κυβέρνηση. Στόχοι της είναι ο προσδιορισμός του ‘απεχθούς’ χρέους και η ανάδειξη των πολιτικών ευθυνών της δημιουργίας του. Ο χαρακτήρας και ο τρόπος λειτουργίας της καθορίζονται από τον τεθέντα στόχο, προϋποθέτοντας ουσιαστική δυνατότητα ελέγχου και ‘ανοίγματος βιβλίων’ της χώρας. Προαπαιτούμενο είναι η κατοχύρωση-διασφάλιση της θεσμικής δικαιοδοσίας και ανεξαρτησίας  της και η στελέχωσή της με διεθνείς προσωπικότητες αδιάβλητου κύρους και αναμφισβήτητης ικανότητας για την ολοκλήρωση του έργου του ελέγχου (οικονομολόγοι, νομικοί, ορκωτοί λογιστές, εφοριακοί, δικαστικοί, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών φορέων και κοινωνικών οργανώσεων κλπ).
Η ΕΛΕ λειτουργεί ανεξάρτητα από πολιτικά κόμματα, διασφαλίζει την ύπαρξη εξειδικευμένης γνώσης και εγγυάται τον δημοκρατικό έλεγχο και το υπόλογο όλων των εμπλεκομένων, έχοντας πλήρη διαχρονική πρόσβαση στις συμβάσεις και εκδόσεις δημόσιου χρέους, συμπεριλαμβανομένων των εκδόσεων ομολόγων, αλλά και κάθε διμερούς, πολυμερούς ή άλλης μορφής χρέους και δανειακών δημόσιων υποχρεώσεων. Έχει τις απαραίτητες αρμοδιότητες, για να τεθούν στη διάθεσή της όλα τα απαραίτητα αιτούμενα έγγραφα και δυνατότητες κλήσης προς εξέταση δημόσιων λειτουργών και δικαστικής συνδρομής για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών (π.χ. λογαριασμών του δημοσίου σε ιδιωτικές τράπεζες και στην Τράπεζα της Ελλάδας) και επαρκές χρονικό διάστημα, για την μελέτη όλων των συμβάσεων και τη σύνταξη του πορίσματός της.
Οι ασκηθείσες πολιτικές ΕΕ και ΔΝΤ, για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, επέφεραν τεράστιο κοινωνικό κόστος για την Ελλάδα και είναι δικαίωμα του ελληνικού λαού η πλήρης πληροφόρηση για το δημόσιο χρέος. Η ΕΛΕ θα διαπιστώσει-προσδιορίσει τις αιτίες του δημοσίου χρέους, τους όρους σύναψής του και τη χρήση των ληφθέντων δανείων. Τα πορίσματα της ΕΛΕ θα διαμορφώσουν κατάλληλες προτάσεις για την αντιμετώπιση του χρέους, συμπεριλαμβανομένου του χρέους που θα αποδειχθεί ως παράνομο και ‘απεχθές΄ ή επονείδιστο (odious) που θα διαγραφεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο. Επιδίωξη της ΕΛΕ, πρέπει να είναι η συνδρομή της Ελλάδας στην λήψη των απαραίτητων μέτρων αντιμετώπισης του βάρους του χρέους καθώς και η διαπίστωση των ευθυνών για τις προβληματικές συμβάσεις του. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική-οικονομική κρίση του 2007-2008 έλαβε την μορφή κρίσης χρέους της περιφέρειας της ευρωζώνης, ενώ η αντίδραση της ΕΕ, σε συμφωνία με εθνικές κυβερνήσεις, ήταν η υιοθέτηση προγραμμάτων ‘διάσωσης’ με διευκόλυνση προσωρινού δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης και προστασίας των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος με αντίτιμο την εφαρμογή καταστροφικών-εγκληματικών προγραμμάτων ακραίας λιτότητας.
Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος αλλά και άλλες χώρες εξαναγκάσθηκαν στην περικοπή μισθών και συντάξεων, μείωση δημοσίων δαπανών, συρρίκνωση παροχών πρόνοιας, ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και απελευθέρωση των αγορών. Το κοινωνικό κόστος από την εφαρμογή τέτοιων μέτρων είναι τεράστιο λόγω τρομακτικής αύξησης της ανεργίας, χρεοκοπίας επιχειρήσεων, συρρίκνωσης της παραγωγής   και εμβάθυνσης της ύφεσης. Ο ελληνικός λαός αγνοεί παντελώς τη σύνθεση και τους όρους του δημόσιου χρέους, παρότι η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο εφαρμογής των προγραμμάτων ‘διάσωσης’. Η έλλειψη ενημέρωσης είναι κορυφαία αποτυχία εφαρμογής δημοκρατικών διαδικασιών στην πλήρη πληροφόρηση των λαών, που καλούνται να σηκώσουν το βάρος των ‘μνημονιακών’ προγραμμάτων  με τεράστιο κοινωνικό κόστος.
Η δύναμη της ΕΛΕ δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον θεσμικό της ρόλο, αλλά και από τη δημιουργία κινημάτων στήριξης (πολιτών, οργανώσεων κλπ) της λειτουργίας της και ολοκλήρωσης του έργου της. Η διευκόλυνση λειτουργίας της, με τη συγκρότηση αυτόνομων επιτροπών κατά τομείς και ειδικά θέματα, είναι επιθυμητή όπου υπάρχει η υπόνοια για ύπαρξη κακοδιαχείρισης και κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος (δανειακές συμβάσεις, ομολογιακά δάνεια, εξοπλιστικά προγράμματα, δημόσια έργα, κρατικές προμήθειες, ιδιωτικοποιήσεις, σκανδαλώδεις φορολογικές ρυθμίσεις, γερμανικές οφειλές κλπ). Η λειτουργία της θα συντελέσει στην απόκτηση δικτύωσης των κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων, που υιοθετούν την ιδέα ουσιαστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους, και θα τεκμηριώσει την άρνηση πληρωμής του ‘απεχθούς’ χρέους με ηθικά, νομικά και πολιτικά επιχειρήματα, ανατρέποντας την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε Ελλάδα και ΕΕ. Η μη υπέρβαση των ορίων λειτουργίας και δράσης της ΕΛΕ είναι κρίσιμη, κατανοώντας ότι η συγκρότησή της δεν πρέπει να συνδυασθεί με προσπάθειες ελέγχου και χειραγώγησής της. Αναγκαίος θεωρείται ο σεβασμός της αυτοτελούς υπόστασής της και του αδιάβλητου και αντικειμενικού τρόπου αξιολόγησης στη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους, σε ευθεία αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των κυρίαρχων ελίτ ΕΕ-Ελλάδας.


* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα) , email : nikokal02@yahoo.gr,website :  www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

‘Απεχθές’ ή ‘επονείδιστο’ (odious) χρέος και πτυχές του

 ‘Απεχθές’ ή ‘επονείδιστο’ (odious)  χρέος και πτυχές του

του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου*  22/3/2015

Διεθνώς υπάρχουν τρεις κύριες προσεγγίσεις, εξετάζοντας τη νομική φύση του δημόσιου χρέους και την αδυναμία αποπληρωμής του. Η πρώτη προσέγγιση, υιοθετούμενη από το ΔΝΤ και αγγλόφωνους θεωρητικούς, αντιμετωπίζει το χρέος ως μία συνηθισμένη εμπορική σχέση, με εφαρμογή διατάξεων του πτωχευτικού δικαίου, εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών-δανειστών και υποχρέωση των κρατών στη λήψη αναγκαίων-απαραίτητων μέτρων για την εξασφάλιση αποπληρωμής του. Η δεύτερη επικρατέστερη προσέγγιση, δέχεται το δικαίωμα κρατών άρνησης-αναστολής πληρωμής του χρέους, με επίκληση της ‘κατάστασης ανάγκης’, που υιοθετήθηκε και από την ‘Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου’ του ΟΗΕ (1980, 1983) και από το ‘Διεθνές Δικαστήριο’ της Χάγης. Τα κράτη, μέσα στα πλαίσια άσκησης κρατικής κυριαρχίας, μπορούν  να αρνηθούν την αποπληρωμή δανείων, ως μόνο τρόπο επιτυχίας εξασφάλισης των ζωτικών τους συμφερόντων έναντι άμεσων και επικείμενων κινδύνων. Έτσι, η Αργεντινή κήρυξε κατάσταση ‘έκτακτης ανάγκης στην κοινωνική, διοικητική, οικονομική και συναλλαγματική πολιτική’ αναστέλλοντας την πληρωμή του εξωτερικού χρέους και με επαναδιαπραγμάτευσή του επέτυχε διαγραφή 70% της αξίας του, που θεωρήθηκαν σύννομες κατά το διεθνές δίκαιο από εθνικά/διεθνή δικαστήρια. Η τρίτη ριζοσπαστική προσέγγιση, αναφέρεται ιστορικά στη διαγραφή των τσαρικών χρεών από τη Σοβιετική Ένωση το 1921, γιατί ‘κανένας λαός δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει  την αξία αυτών των αλυσίδων που ο ίδιος ο λαός φορούσε στη διάρκεια των αιώνων’ (Β.Ι.Λένιν). Μεταπολεμικά αναδείχθηκε το αίτημα των χωρών του τρίτου κόσμου για διαγραφή των χρεών τους, κινούμενο στο πλαίσιο του κινήματος για δικαιότερη διεθνή οικονομική τάξη, που υιοθετήθηκε από την Καθολική Εκκλησία (1980) και από την ‘Αρμοστεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα’ του ΟΗΕ (1998), με το  επιχείρημα άρνησης αποπληρωμής του ‘απεχθούς’ χρέους.
Ο ορισμός του Ρώσου διεθνολόγου Alexander Shack (1927), που είναι ευρύτερα δεκτός, θεωρεί ως ‘απεχθές’ το χρέος που είναι σε βάρος του λαού μιας χώρας, όταν δεν υπήρξε συναίνεσή του όντας σε γνώση των πιστωτών, με έμπρακτη εφαρμογή του στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους του Ισημερινού-Εκουαδόρ (2008), αν και  ‘ντε φάκτο’ εφαρμόσθηκε σε διενέξεις του 19ου  και 20ου αιώνα. Ως ‘απεχθές’ χρέος, θεωρούνται όλα τα δάνεια που παραβιάζουν αρχές του διεθνούς δικαίου (άδικος πλουτισμός, κατάχρηση δικαιώματος, δόλος, τοκογλυφία, βλάβη, υπερβολικό κόστος δανεισμού, χρήση ή απειλής χρήσης βίας κλπ) και όχι μόνο τα δάνεια προς δικτατορικά καθεστώτα, σύμφωνα με τη χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, τη Διεθνή Σύμβαση για τα Πολιτικά Δικαιώματα, τη Σύμβαση για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, τη Διακήρυξη για το Δικαίωμα στην Ανάπτυξη, τη Συνθήκη της Βιέννης που διέπει το δίκαιο των διεθνών συμβάσεων κλπ.
Πρέπει να αποδειχθεί ότι ο δανεισμός δεν ήταν σε όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού μη έχοντας τη συναίνεσή του και ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Η κυβέρνηση της οφειλέτριας χώρας πρέπει να αποδείξει ότι πολλά από τα δημιουργηθέντα χρέη ανήκουν στην κατηγορία του ‘απεχθούς’ χρέους, ενώ οι πιστωτές πρέπει να αποδείξουν ότι οι απαιτήσεις τους δεν εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία και έλαβαν υπόψη την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους-οφειλέτη. Στο εθνικό δίκαιο των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, υπάρχουν διατάξεις που προσδιορίζουν τις ευθύνες των πιστωτών στους όρους και στα όρια του δανεισμού .
Η διαδικασία διερεύνησης του ‘απεχθούς’ χρέους, εκτός της αμφισβήτησής του, επιδρά θετικά και στη δυναμική αναδιαπραγμάτευσής του, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το εγχώριο/διεθνές καθεστώς δικαίου επίλυσης των διαφορών. Οι πολίτες μίας χώρας, συμβάλλουν καταλυτικά στη διαδικασία διερεύνησης και ανάδειξης των δυνατοτήτων αμφισβήτησης αποπληρωμής του χρέους, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με δυνατότητα αξιοποίησης παρεμβάσεων στη Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, διευκολύνοντας τη νομική αμφισβήτηση αποπληρωμής του ‘απεχθούς’ χρέους. Η διαπίστωση ύπαρξης ‘απεχθούς’ χρέους, προκύπτει από συνολικό έλεγχο του δημόσιου χρέους, ανακαλύπτοντας τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς δημιουργίας του και αποκαλύπτοντας το συνολικό ποσό των δανείων, τον σκοπό, τους όρους, τη χρήση, το ποσό αποπληρωμής και την προμήθειά τους, το ποσό–μέγεθος μετατροπής ιδιωτικών χρεών σε δημόσια κλπ. Έτσι, θα προσδιορισθεί το άνομο και θα διαχωρισθεί από το νόμιμο χρέος. Το άνομο χρέος, θα αμφισβητηθεί και θα ακυρωθεί με νομικές και διαφανείς διαδικασίες και θα μπορέσει να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής μέρους ή όλου  του νόμιμου χρέους με ευνοϊκούς όρους.   
Η άρνηση πληρωμής του χρέους αποτελεί έννομη πράξη και αρκετές χώρες, τους δύο τελευταίους αιώνες, προσέφυγαν  σε αυτή, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας που έχει κηρύξει ήδη τέσσερις επίσημες πτωχεύσεις, ενώ οι πιστωτές μπορούν να προσφύγουν στα διεθνή/εθνικά δικαστήρια, διεκδικώντας την αποπληρωμή του. Η διεθνής εμπειρία και οι πολιτικές αντιμετώπισης χρέους, είτε μέσω αναδιαρθρώσεων  είτε μέσω στάσης πληρωμών, καθορίζουν και τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής. Μελέτη της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας (2008), απέδειξε ότι προληπτική αναδιάρθρωση κρατικών χρεών πέτυχε μικρότερη μείωση του ΑΕΠ με σχετικά μικρό ‘κούρεμα’ του χρέους και σημαντική επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησής του, ενώ χώρες που προέβησαν σε στάση πληρωμών και κατόπιν σε αναδιάρθρωση πέτυχαν μεγαλύτερο ‘κούρεμα’ του χρέους. Αποδεικνύεται στατιστικά, ότι οι χώρες που πραγματοποίησαν στάση πληρωμών πέτυχαν μείωση του χρέους μεσοσταθμικά 41,8%, ενώ χώρες που προέβησαν σε προληπτική αναδιάρθρωση χρέους πέτυχαν αντίστοιχη μεσοσταθμική μείωση 19,2%.  Οι χώρες με στάση πληρωμών, είχαν μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ 7,5%, αλλά και θεαματική ανάκαμψη το επόμενο έτος της τάξης του 6%, ενώ αντίθετα χώρες που προέβησαν σε προληπτική αναδιάρθρωση είχαν μικρότερη πτώση του ΑΕΠ 3,6%, αλλά και μικρότερη ανάκαμψη 1%. Τα κράτη όμως που έκαναν προληπτική αναδιάρθρωση του χρέους, εξήλθαν γρηγορότερα στις ‘αγορές’, συγκριτικά με όσα προχώρησαν σε στάση πληρωμών κλπ. 


* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα) , email : nikokal02@yahoo.gr,website :  www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Σύνοψη των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα

Σύνοψη  των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα
        του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου* 14/3/2015

Η μόνη χώρα της ευρωζώνης, που δεν υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας–χωρών ευρωζώνης απευθείας με την Ελλάδα, ήταν η Γερμανία και αντ’αυτής υπέγραψε η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα KFW, λόγω του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων.  Το ύψος τους κατά το 2010 ατόκως, ήταν 162 δις ευρώ (7,1 δις δολάρια για πολεμικές επανορθώσεις και 3,5 δις δολάρια για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 108 και 54 δις ευρώ το 2010 ατόκως αντίστοιχα, σύμφωνα με απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής Παρισίου το 1946. Η Γερμανία δεν εξόφλησε τις αναγνωρισμένες οφειλές της προς την Ελλάδα, έχοντας εξοφλήσει όλες τις αντίστοιχες οφειλές των άλλων χωρών. Τα ποσά αυτά δεν παραγράφηκαν, ούτε μπορούν να παραγραφούν, όντας αναγνωρισμένες οφειλές με διεθνείς συμφωνίες-συμβάσεις και αρκεί η έγγραφη απαίτησή τους από την ελληνική κυβέρνηση. Σε περίπτωση άρνησης καταβολής τους από τη Γερμανία, η Ελλάδα στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια και αναμφισβήτητης δικαίωσής της.
Η σχετική δανειακή συμφωνία του αναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου, που υπογράφηκε από πληρεξούσιους Γερμανίας-Ιταλίας την 14/3/1942, μη παρούσης της Ελλάδας, προέβλεπε: Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται μηνιαία να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ., οι επιπλέον αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, χρεώνονταν στις κυβερνήσεις Γερμανίας-Ιταλίας ως άτοκο σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές και η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα με ισχύ από 1/1/1942. Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά εκτελεστή-αναγκαστική, με μορφή μηνιαίων προκαταβολών, απροσδιόριστου ύψους, διάρκειας και ημερομηνίας αποπληρωμής άτοκα σε δραχμές, ενώ ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων, μετατρέποντας την σε κοινό συμβατικό έντοκο δάνειο. Με την πρώτη τροποποίηση (2/12/1942) ορίσθηκε ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο 1943, όταν καταβλήθηκαν δύο εξοφλητικές δανειακές δόσεις χωρίς συνέχεια, καθιστώντας το δάνειο συμβατικό, έντοκο, λόγω υπερημερίας, και σταθερού νομίσματος, αποτελώντας συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας, και όχι επανορθωτική, μη εντασσόμενο στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που ανέστειλε την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας.
Η Γερμανία δανείσθηκε από την Ελλάδα, κατά παράβαση της, ισχύουσας και σήμερα σύμβασης της Χάγης 1909, και δεν αμφισβήτησε ποτέ το δάνειο αρχίζοντας την αποπληρωμή του, ενώ ο καγκελάριος Έρχαρντ το 1964 δεσμεύθηκε για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η γερμανική κατοχή είναι υπεύθυνη για το ολοκαύτωμα 1940-44, την αύξηση του πληθωρισμού 15,3 εκατομμύρια φορές, ενώ μόνο η Ελλάδα κατέβαλε στη Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις. Για την επανόρθωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946, αναζητώντας το απολεσθέν ΑΕΠ με εξωτερικό δανεισμό, ενώ η ενωμένη-δημοκρατική μετά το 1990 Γερμανία αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου.
Ο Γερμανός ιστορικός Albrecht Ritchl, ανέφερε ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιώσει την καταβολή των οφειλόμενων ποσών, εάν η Γερμανία την πιέσει. Ο Γάλλος  οικονομολόγος Jacques Delpla το 2010, υπολόγισε το συνολικό οφειλόμενο ποσό εντόκως σε 575 δις ευρώ, ενώ άλλοι οικονομολόγοι το υπολόγισαν σε 1,1 τρις ευρώ εντόκως και παραπάνω.  Το  ποσό είναι άμεσα απαιτητό από τη Γερμανία, μετά την ενοποίηση Ομοσπονδιακής Γερμανίας και Λ.Δ.Γ. το 1990, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται να εγγράψει τη γερμανική οφειλή στις ανείσπρακτες οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο και στον Κρατικό Προϋπολογισμό, ως άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος και να προβεί σε ενέργειες για την είσπραξή του, έχοντας ως άμεσο αποτέλεσμα την μετατροπή του κρατικού προϋπολογισμού σε πλεονασματικό, με ολοσχερή εξάλειψη δημόσιου χρέους και μετατροπή του σε δημόσιο σωρευτικό πλεόνασμα, ενώ  η Γερμανία θα υποχρεωνόταν να εγγράψει στον κρατικό της προϋπολογισμό το οφειλόμενο δημόσιο χρέος προς την Ελλάδα, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Eurostat.


* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα) , email nikokal02@yahoo.gr,website :  www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Μέθοδοι οικονομικής αξιολόγησης προγραμμάτων και υπηρεσιών υγείας και ελληνική πραγματικότητα στην μεταμνημονιακή εποχή

Μέθοδοι οικονομικής αξιολόγησης προγραμμάτων και υπηρεσιών υγείας και ελληνική πραγματικότητα στην μεταμνημονιακή εποχή
         Των Καλλίνικου Νικολακόπουλου*  και Μαριγούλας Ζούπα** 5/3/2015
Η οικονομική αξιολόγηση προγραμμάτων και υπηρεσιών υγείας, συγκρίνει αναλύοντας δύο ή και περισσότερες εναλλακτικές ιατρικές παρεμβάσεις ή θεραπείες ως προς το κόστος πραγματοποίησής τους και τα αναμενόμενα αποτελέσματά τους. Με την επιχειρούμενη διαδικασία, αναμένεται να αναδειχθεί ο βαθμός αποκόμισης του μεγαλύτερου δυνατού οφέλους, από μια ιατρική παρέμβαση ή θεραπεία, με την ελαχιστοποίηση του κόστους πραγματοποίησής της. Ο σκοπός της πραγματοποίησης κοινωνικής και οικονομικής αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας, είναι να συμβάλει σημαντικά στη διαδικασία λήψης σχετικών αποφάσεων για την επίτευξη της αποδοτικότερης κατανομής πόρων στο σύστημα υγείας. Η εμφάνιση των μεθόδων οικονομικής αξιολόγησης, με σύγχρονη μορφή, ανάγεται χρονολογικά στη δεκαετία του 1950. Οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες βασικές μέθοδοι οικονομικής αξιολόγησης των προγραμμάτων και υπηρεσιών υγείας είναι :
- Η κοστολόγηση της ασθένειας (cost of illness)
- Η ανάλυση ελαχιστοποίησης του κόστους (cost-minimization analysis)
- H ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας (cost-effectiveness analysis)
- Η ανάλυση κόστους-οφέλους (cost-benefit analysis)
- Η ανάλυση κόστους-χρησιμότητας (cost-utility analysis)
- Η ανάλυση κόστους-αποδοτικότητας (cost-efficiency analysis)
- Η ανάλυση κόστους-επιπτώσεων (cost-consequences analysis)

Κοστολόγηση της ασθένειας : Αυτή αποσκοπεί στον προσδιορισμό και την μέτρηση του συνολικού κόστους επιβάρυνσης της κοινότητας από μια συγκεκριμένη ασθένεια, δηλαδή το κόστος της ασθένειας που συνδέεται όχι μόνο με τη θεραπεία της αλλά και με εφαρμοζόμενα προγράμματα υγείας και ιατρικές πράξεις που σχετίζονται με αυτή.  Αυτό συμπεριλαμβάνει το άμεσο κόστος της ασθένειας που επιβαρύνει υπηρεσίες υγείας, κράτος και ασφαλιστικά ταμεία για την αντιμετώπισή της (μισθοί εξειδικευμένου προσωπικού, αναγκαίος τεχνολογικός εξοπλισμός, χρήση διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων κλπ), το άμεσο συμπληρωματικό κόστος που επιβαρύνει τους ασθενείς ως πρόσθετο κόστος που καταβάλλουν (πχ συμμετοχή στην αγορά φαρμάκων) και το έμμεσο κόστος ασθένειας που αφορά στη ζημιά που υφίσταται η κοινωνία και το οικονομικό-παραγωγικό σύστημα από την απώλεια λόγω της ασθένειας καθώς και στη ζημιά που υφίστανται οι ασθενείς και οι οικογένειες τους λόγω της αποχής από την εργασία εξαιτίας της. Υπάρχει ακόμη το κρυφό κόστος της ασθένειας, μη αποτιμώμενο οικονομικά, που αφορά στα φαινόμενα πόνου, δυσανεξίας, υποβάθμισης της ποιότητας ζωής και κοινωνικών και ψυχικών επιπτώσεων των ασθενών και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος λόγω της ασθένειας.
Ανάλυση ελαχιστοποίησης κόστους : Σε αυτού του τύπου τις αναλύσεις συγκρίνονται υγειονομικές παρεμβάσεις, που έχει αποδειχθεί ότι είναι ίσης αποτελεσματικότητας.  Η σύγκριση των προγραμμάτων, πραγματοποιείται με βάση το κόστος τους και επιλέγεται το οικονομικότερο.  Η μέθοδος, αν και έχει το πλεονέκτημα της απλότητας, δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη γιατί οι συνθήκες όπου μπορεί να εφαρμοσθεί είναι περιορισμένες. Μειονεκτήματα της μεθόδου θεωρούνται η μη εξέταση των οφελών των προγραμμάτων υγείας, η χρησιμοποίηση της μόνο όταν τα συγκρινόμενα προγράμματα είναι ισοδύναμου οφέλους και ότι η επιλογή της πραγματοποιείται με μόνο κριτήριο την ελαχιστοποίηση του κόστους. Παράδειγμα ελαχιστοποίησης του κόστους δυνητικά, είναι η επιλογή της οικονομικά συμφερότερης θεραπείας για την αντιμετώπιση ενός συνδρόμου, με δεδομένο ότι όλες οι αξιολογούμενες θεραπείες έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα αλλά και τις ίδιες παρενέργειες.
Ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας : Αυτή υπολογίζει τα οφέλη των συγκρινόμενων υγειονομικών παρεμβάσεων σε όρους κλινικών αποτελεσμάτων (π.χ. ποσοστό επιτυχίας, επιμήκυνση χρόνου επιβίωσης, ποσοστό μετεγχειρητικών επιπλοκών, βαθμός υποχώρησης συμπτωμάτων κλπ). Το κόστος αποτιμάται σε χρηματικές μονάδες, ενώ η αποτελεσματικότητα υπολογίζεται  με βάση κοινές φυσικές μονάδες, όπως είναι οι ημέρες ελεύθερες από συμπτώματα κλπ. Αφού υπολογισθεί το κόστος και η αποτελεσματικότητα για δύο παρεμβάσεις Α και Β, υπολογίζεται το απαιτούμενο επιπλέον κόστος μιας επιπλέον μονάδας αποτελεσματικότητας με τον υπολογισμό δείκτη κόστους-αποτελεσματικότητας και ισούται με την διαφορά στα δύο κόστη διαιρούμενη με την διαφορά των δύο αποτελεσματικοτήτων. Στις περιπτώσεις που μια θεραπεία είναι αποτελεσματικότερη και χαμηλότερου κόστους, τότε θεωρείται ότι κυριαρχεί έναντι της άλλης. Π.χ. στην περίπτωση ύπαρξης δύο εναλλακτικών θεραπειών για τον καρκίνο Α και Β με κερδισμένα έτη ζωής 4 και 3 έτη κόστους 30.000 και 20.000 ευρώ αντίστοιχα, ο δείκτης κόστους-αποτελεσματικότητας είναι: CER= (30.000-20.000) / (4-3) = 10.000ευρώ.  Η κρίσιμη απόφαση είναι αν το όφελος του ενός έτους ζωής, δικαιολογεί το επιπλέον κόστος. Περιορισμός ή μειονέκτημα της μεθόδου θεωρείται ότι χρησιμοποιείται αποκλειστικά όταν τα συγκρινόμενα προγράμματα αφορούν στην ίδια νόσο, για να μπορούν τα αποτελέσματα τους να συγκριθούν ποιοτικά και η έκφραση τους στην ίδια μονάδα κλινικής αποτελεσματικότητας να έχει ουσιαστικό νόημα.
Ανάλυση κόστους-οφέλους : Αυτή σταθμίζει αν ένα θεραπευτικό πρόγραμμα είναι υλοποιήσιμο ή μη, προσδιορίζοντας το απόλυτο όφελός του.  Το αποτέλεσμα του προγράμματος, μετατρεπόμενο σε χρηματικές μονάδες, μας επιτρέπει να υπολογίσουμε το καθαρό χρηματικό αποτέλεσμά του (κέρδος ή ζημιά).  Αν το προσδοκώμενο όφελος είναι μεγαλύτερο του κόστους, τότε το πρόγραμμα θεωρείται υλοποιήσιμο.  Η μέθοδος αυτή μπορεί να συγκρίνει και προγράμματα διαφορετικών νόσων, λόγω της μέτρησης των ωφελειών με ομοιόμορφο τρόπο, προϋποθέτοντας την έκφραση των βελτιώσεων υγείας σε χρηματικούς όρους. Μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι η δυσκολία μετατροπής του οφέλους σε χρηματικούς όρους. Σχετικά πρόσφατες πρόοδοι στην ανάπτυξη της μεθόδου της “προθυμίας πληρωμής”, έχουν επιτρέψει την περαιτέρω διάδοση της ανάλυσης κόστους-οφέλους. Στο παραπάνω παράδειγμα για τη θεραπεία του καρκίνου, θα έπρεπε να μετατραπούν τα οφέλη, δηλαδή τα κερδισμένα έτη ζωής, σε χρήμα και να συγκριθούν με το κόστος των θεραπειών, αποφασίζοντας ποια από τις δύο θεραπείες θα προτιμηθεί λόγω μεγαλύτερου οφέλους από το κόστος της. 
Ανάλυση κόστους-χρησιμότητας : Αυτή συνδυάζει τα πλεονεκτήματα των προηγούμενων μεθόδων, υπολογίζοντας το κόστος και το όφελος σε κοινούς όρους, που δεν είναι χρηματικές μονάδες, και επιτρέπει τον ορισμό των συγκρίσιμων προγραμμάτων σε όρους ερμηνεύσιμους με κλινικό τρόπο, αλλά και συγκρίσιμους μεταξύ διαφορετικών κλινικών παροχών ή νοσημάτων.  Η μέθοδος εκφράζει τα οφέλη σε όρους βελτίωσης του επιπέδου υγείας των ασθενών, θεωρώντας το ως συνάρτηση της επιμήκυνσης του χρόνου επιβίωσης και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής του ασθενούς.  Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραμέτρων παράγει μια νέα μονάδα μέτρησης: Ποιοτικά προσαρμοσμένα έτη ζωής (Quality-Adjusted Life Years) QALYs και υπολογίζεται από το γινόμενο των ετών ζωής επί την ποιότητα ζωής. Στο παράδειγμα των προγραμμάτων θεραπείας του καρκίνου αν η μία θεραπεία είχε 4 κερδισμένα έτη ζωής με ποιότητα ζωής 0,2 και η δεύτερη θεραπεία 3 κερδισμένα έτη ζωής με ποιότητα ζωής 0,6, τότε θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα: 4Χ0,2=0,8 QALYs  και 3Χ0,6=1,8QALYs.  Συγκριτικά παρατηρούμε πως η ποιότητα της ζωής των ασθενών, που θα χρησιμοποιήσουν τη δεύτερη θεραπεία, θα είναι πολύ καλύτερη. Η ανάλυση κόστους-χρησιμότητας, παρά τα μεγάλα πλεονεκτήματά της, αναδεικνύει σοβαρά φιλοσοφικά, μεθοδολογικά και πρακτικά προβλήματα. 
- Ανάλυση κόστους-αποδοτικότητας : Λόγω της δυσχέρειας σαφούς προσδιορισμού και αξιολόγησης των οφελών από την εφαρμογή ενός προγράμματος υγειονομικής παρέμβασης, χρησιμοποιείται εναλλακτικά η τεχνική της ανάλυσης κόστους-αποδοτικότητας. Ο στόχος της είναι καθορισμένος και η εφαρμοζόμενη διαδικασία διερευνά την επιλογή του καταλληλότερου και αποδοτικότερου τρόπου επίτευξής του. Ως παράδειγμα, μπορεί να αναφερθεί ένα παρεμβατικό πρόγραμμα μείωσης της παιδικής παχυσαρκίας, όπου μπορεί να υπολογισθεί το συνδεόμενο με διαφορετικές εναλλακτικές πολιτικές κόστος επίτευξης του στόχου. Η ανάλυση αποσκοπεί στον υπολογισμό του οριακού κόστους, που σχετίζεται με την επιπρόσθετη μείωση της παιδικής παχυσαρκίας, ως αποτέλεσμα προοπτικής εφαρμογής διαφόρων εναλλακτικών προγραμμάτων.   
- Ανάλυση κόστους-επιπτώσεων : Αυτή αποτελεί μια ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική προσδιορισμού του κόστους της ιατρικής παρέμβασης και διερεύνησης των περισσότερων δυνατών πλευρών των επιπτώσεων στην υγεία και την ποιότητα ζωής. Η διαφορετικότητά της, από τις αναλύσεις κόστους-αποδοτικότητας και κόστους-χρησιμότητας, συνίσταται στην μη σκοπούμενη συγκριτική αξιολόγηση και ταξινόμηση των αποτελεσμάτων σχετικά με άλλες εναλλακτικές παρεμβάσεις. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν αρκετές και σαφείς ενδείξεις της αποτελεσματικότητας, περιοριζόμενη σε ποιοτική αξιολόγηση των  αποτελεσμάτων. Η λήψη απόφασης, σε τεχνικές αναλύσεις τέτοιου τύπου, δεν βασίζεται σε μετρήσιμα ποσοτικά στοιχεία, αλλά σε αποτίμηση ποιοτικών χαρακτηριστικών που πραγματοποιείται από τους κατάλληλους επαγγελματίες της υγείας.

Η οικονομική κρίση, έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τις αρνητικές συνέπειες για την υγεία και τα ποσοστά θνησιµότητας, κάνοντας σαφή την ύπαρξη θετικής συσχέτισης οικονομικής κρίσης και σοβαρών επιπτώσεων, τόσο στην ψυχική όσο και τη σωµατική υγεία των πολιτών. Σε περιόδους οικονοµικής κρίσης, δημιουργείται η ανάγκη έγκαιρων παρεμβάσεων για την προστασία του πολύτιμου αγαθού που λέγεται υγεία, με χρήση και των  κατάλληλων μεθόδων οικονομικής αξιολόγησης για μεγιστοποίηση των κοινωνικών ωφελειών από την καλύτερη και ορθότερη κατανομή των υπαρχόντων πόρων. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, είναι ένας καινούργιος σχεδιασμός της Υγείας συνολικά, ανατρέποντας τις τραγικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή των καταστρεπτικών, αντικοινωνικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών, κατ’ επιταγή των ‘μνημονίων’. Ο μνημονιακός ολετήρας σχεδόν διέλυσε το όποιο κοινωνικό κράτος και το έστω στρεβλά δομημένο σύστημα υγείας κοινωνικής ασφάλισης (τύπου Bismark), που προϋπήρχε, προσπαθώντας να το μετατρέψει βαθμιαία σε πλήρως νεοφιλελεύθερο σύστημα υγείας. Είναι αναγκαία μια άλλη φιλοσοφία, που θα βασίζεται στη δημόσια και δωρεάν φροντίδα Υγείας καθολικής κάλυψης με αποκλειστική χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, που θα είναι ποιοτικά αναβαθμισμένη και θα ανταποκρίνεται σε υψηλού επιπέδου standards.  

* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα) , email nikokal02@yahoo.gr,website :  www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

** Νοσηλεύτρια – Φυσικός/Περιβαλλοντολόγος (πτυχιούχος φυσικού τμήματος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων),  email :  maroulazoupa@yahoo.gr


Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Σύντομες σκέψεις για την κατ’ αρχή συμφωνία του Eurogroup της 20/2/2015

Σύντομες σκέψεις για την κατ’ αρχή συμφωνία του Eurogroup της 20/2/2015
Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου*

Kατά την ταπεινή μου άποψη, ως οικονομολόγου, δεν μπορούμε να κρίνουμε απόλυτα τη χθεσινή κατ' αρχή συμφωνία στο eurogroup της 20/2/2015, πριν δούμε ποιές θα είναι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις της Ελλάδας την 23/2/2015. Αν αυτές είναι μόνο η πάταξη της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και διαφθοράς με λήψη συγκεκριμένων και νομοθετικών μέτρων με απόρριψη των απορρυθμίσεων και υφεσιακών μνημονιακών μέτρων έχει καλώς. Οτιδήποτε άλλο, θα σημάνει την άτακτη οπισθοχώρηση στις απαιτήσεις των 'δανειστών' και των νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών ελίτ. Επίσης θέλω να δω κατά πόσο θα υπάρχει οπισθοχώρηση-αναστολή σε μέτρα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που κατ' επανάληψη, σε όλους τους τόνους και στο ανώτερο δυνατό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευθεί προεκλογικά ότι θα εφαρμοσθούν άμεσα, ανεξάρτητα από την πορεία των διαπραγματεύσεων. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να υπάρξει επεξεργασία και εκπόνηση συγκεκριμένου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης και με σχετική αρχική κοστολόγηση. Άμεσα πρέπει να συγκροτηθεί διεθνής Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του δημόσιου ελληνικού χρέους, που θα προσδιορίσει το ποσό και το ποσοστό, ως προς το ΑΕΠ, του απεχθους μέρους του, που θα διαγραφεί σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαίου και τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων του ΟΗΕ, στα πρότυπα της έμπρακτης εφαρμογής-πραγματοποίησης του Ισημερινού-Εκουαδόρ. Για το υπόλοιπο ποσοστό του δημόσιου χρέους, θα πρέπει να υπάρξει σκληρή πολιτική διαπραγμάτευση για άμεση διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του και αποπληρωμή του με ρήτρα ανάπτυξης, στα πρότυπα των ισχυσάντων για τη Γερμανια που αποφάσισε η συνθήκη του Λονδίνου το 1953. Η απομείωση του δημόσιου χρέους, πρέπει σαφώς να αποκλείει μέτρα όπως επιμήκυνση αποπληρωμής και μείωση επιτοκίου, τα οποία μόνο ανακουφιστικά μπορούν να χαρακτηρισθούν μη επιλύοντας οριστικά το πρόβλημα της δημόσιας υπερχρέωσης. Είναι συζητήσιμο, κι όχι ξεκάθαρο σε μένα, κατά πόσο μέτρα που προτάθηκαν από τον Γιάνη Βαρουφάκη, όπως ανταλλαγή swap και χρονική μετατόπιση μέρους του δημόσιου χρέους με την τωρινή ονομαστική του αξία 20-30 χρόνια μετά και μετατροπή του υπόλοιπου  μέρους του σε διηνεκείς ομολογίες (perpetual bonds), μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.


* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website :   www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομική κρίση και συστημική κρίση του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού

Παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομική κρίση και συστημική κρίση του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού
Του Καλλίνικου Νικολακόπουλου* 15/1/2015

Η διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, που επιβάλλεται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ με προεξάρχουσα τη Γερμανία, όχι μόνο δεν το μειώνει αλλά το διογκώνει περαιτέρω. Στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος από 126% του ΑΕΠ το 2010, έχει υπερβεί σήμερα το 175% και ακόμη και σε απόλυτα αριθμητικά μεγέθη δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται, παρά τις ενδιάμεσες διαγραφές των PSI και PSI+ πυροβολώντας τα πόδια μας, με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των αποθεματικών των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων. Το συνολικό ύψος του δημόσιου χρέους δεν υποχωρεί, παραμένοντας σε ανοδική τροχιά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες ανεξαιρέτως τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας-νότου. Η μεταπολεμική αμερικανική παγκόσμια οικονομική επικυριαρχία, επέβαλε τη διαγραφή του 63% του γερμανικού διακρατικού δημόσιου χρέους και την αποπληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης, σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου του 1953 που ευνόησε την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας και την ευρωπαϊκή επικράτησή της. Αντίθετα, η γερμανική ευρωπαϊκή οικονομική επικυριαρχία επιχειρεί να επιβληθεί με πολιτική που προσομοιάζει, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, αυτής που της επιβλήθηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τη συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, οδηγώντας την με την επιβολή τιμωρητικών οικονομικών κυρώσεων, που προσέβλεπαν στην ‘ηθική’ αναμόρφωση των οφειλετών, στην κοινωνική εξαθλίωση και την επικράτηση του ναζισμού, μετά την αναιμική δημοκρατία της Βαϊμάρης, και το ολοκαύτωμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι πιστωτές συνεχίζουν τον αδιάλειπτο δανεισμό των οφειλετών με νέα δάνεια, που χορηγούνται αποκλειστικά για την αποπληρωμή των παλαιών σωρευτικών χρεών, με αυστηρότατους όρους και προϋποθέσεις, τιμωρητικής λογικής και ‘ηθικής’ υφής, που καθιστούν αδύνατη την μελλοντική αποπληρωμή τους, λόγω της επιβαλλόμενης σε τεράστια έκταση υφεσιακής πολιτικής. Η κατασταλτική ‘θεραπευτική’ αγωγή,  συρρικνώνοντας τα εισοδήματα, καθιστά απόλυτα αδύνατη την αποπληρωμή των χρεών των οφειλετριών χωρών, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό ήταν αρχικά δυνατό. Σύμφωνα με τους θεμελιωτές της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η επιδίωξη του ατομικού κέρδους δημιουργεί εισοδήματα και εργασία, επιτυγχάνοντας κοινωνική ευημερία, ενώ  η ‘εγκρατής’ και ‘ηθική’ αξίωση οδηγούν την οικονομία στην ύφεση και το αδιέξοδο. Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι και λοιποί κεφαλαιούχοι διαχρονικά επιδεικνύουν μια ‘ανορθολογική’ προτίμηση στην ύφεση, την ανεργία και την υποαπασχόληση, είναι η βαθειά απέχθειά τους έναντι των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, που προκύπτουν από την εφαρμογή πολιτικών πλήρους απασχόλησης και οικονομικής σταθεροποίησης. Εφόσον ο εργαζόμενος βρίσκει εργασία αναπλήρωσης, οποιοσδήποτε πειθαναγκαστικός και κατασταλτικός χαρακτήρας των απολύσεων εξανεμίζεται, ενώ ενισχύεται η αποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης των εργαζομένων και η αυτοπεποίθησή τους, περιορίζοντας την κοινωνική ασυδοσία του επιχειρηματία-εργοδότη. Η ύφεση προτιμάται ως ‘θεραπευτική’ αγωγή από τους τραπεζικούς-επιχειρηματικούς κύκλους, έναντι της πλήρους απασχόλησης που χαρακτηρίζεται ως ‘νοσηρή’ γιατί καθιστά ανεφάρμοστη την οποιαδήποτε ‘πειθαρχία’ στους εργασιακούς χώρους, ακόμη και όταν επιφέρει την αναπόφευκτη συρρίκνωση της οικονομικής κερδοφορίας τους.
Το αδιέξοδο στον καπιταλισμό δεν προκύπτει από κάποιο φυσικό νόμο, ως κάτι αναπότρεπτο και τελικά μοιραίο, αλλά από τις πολιτικές επιλογές της μεγαλοαστικής τάξης, όντας συνάρτηση των ενεργοποιούμενων κοινωνικών αντιστάσεων. Σήμερα περικόπτονται άγρια τα εργασιακά δικαιώματα, αμφισβητείται ευθέως η έννοια του εργατικού δικαίου, της διαιτησίας και της δικαιοσύνης, στον βαθμό που δικαιώνει τις εργατικές διεκδικήσεις, με πλήρη ανατροπή της υπάρχουσας νομοθεσίας και κάνοντας πασιφανές ότι η κρίση τελικά δεν είναι ένα αποκλειστικά οικονομικό πρόβλημα, αλλά βαθειά πολιτικό ζήτημα και ταξικά συγκρουσιακό. Η γερμανική μεγαλοαστική τάξη, έχοντας ήδη οδηγήσει δύο φορές τον κόσμο στο ‘μακέλεμα’ και το σφαγείο, αποδεικνύεται πάλι κοιτίδα φονικής και ατελέσφορης επιβολής της λογικής των μονομερών αφαιμάξεων σε βάρος του κόσμου της εργασίας πανευρωπαϊκά και επιδιώκοντας την εκπλήρωση των ηγεμονικών φαντασιώσεών της. Αν και η τρέχουσα οικονομική κρίση προέκυψε ως αποτέλεσμα της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής φούσκας, μεταφέρθηκε στις υπερεκτεθειμένες σε αυτήν γερμανικές τράπεζες, που με τη σειρά τους τη μετέφεραν στον ευρωπαϊκό νότο ενοχοποιώντας τον για διάφορες ‘παθογένειες’. Η πολιτική της ευρωζώνης, υπό γερμανική επικυριαρχία, επιβάλλει τη σκληρή τιμωρία των αδύναμων και μη ανταγωνιστικών με ταυτόχρονη επιβράβευση των ισχυρών και ανταγωνιστικών, εκτινάσσοντας την ανεργία και τα οικονομικά ελλείμματα σε δυσθεώρητα ύψη. Η Ευρώπη σήμερα έχει καταστεί κοιτίδα της παγκόσμιας ύφεσης και ανεργίας, με τη χώρα μας στον ρόλο του πειθήνιου πειραματόζωου, παρότι η Γερμανία ηγούμενη των εμπορικών πλεονασμάτων παγκόσμια, έχει την πολυτέλεια και ευχέρεια σταθεροποίησης και εξισορρόπησης της ΟΝΕ και της ευρωζώνης.
Εκατοντάδες χιλιάδες νέων, με ανώτατη μόρφωση και μεταπτυχιακή εκπαίδευση, εγκαταλείπουν τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας-νότου σε αναζήτηση εργασίας και επιβίωσης. Η εισροή μεταναστευτικού δυναμικού στη Γερμανία, έχει αυξηθεί από 128.000 άτομα το 2010 σε 340.000 άτομα στα τέλη του 2012, εκ των οποίων οι 96.000 προέρχονται από χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Παρά την μετακίνηση πληθυσμών από τις ελλειμματικές χώρες προς την πλεονασματική Γερμανία, η ανεύρεση εργασιακής θέσης είναι αβέβαιη. Η γερμανική απασχόληση ουσιαστικά είναι στάσιμη, κινούμενη με ρυθμούς αύξησης 0,5% την τελευταία τριετία, ενώ οι περικοπές δαπανών στην πλεονασματική γερμανική οικονομία την έχουν καταστήσει στάσιμη, με την ύφεση και ανεργία να καθίστανται αισθητές από το τελευταίο τρίμηνο του 2012, ενώ οι επενδύσεις και ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου παρουσιάζουν αρνητικές επιδόσεις. Η ανεργία κινείται πέριξ του 7% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με 8% στις ηλικίες κάτω των 25 ετών, ενώ οι συνθήκες της μερικής απασχόλησης και της εργασιακής ανασφάλειας έχουν γίνει αισθητές σε διάφορους εργασιακούς κλάδους. Έχει καταγραφεί ότι ποσοστό περίπου 25% των Γερμανών, εργάζεται με ωρομίσθιο 6-8 ευρώ, 4 ευρώ στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας που αντιστοιχεί σε 720 ευρώ μηνιαίως. Ενώ το χρήμα του νότου έχει μεταφερθεί στη Γερμανία, συνοδευόμενο από ανέργους πανεπιστημιακής μόρφωσης και άνω, η προσφορά θέσεων εργασίας παραμένει μικρότερη από τη ζήτηση. Η κρίση χρέους στις ελλειμματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας-νότου, έχει οδηγήσει σε μια τεράστια εκροή άκρως καταρτισμένου εργατικού δυναμικού προς τη Γερμανία που, παρά την έντονη πλεονασμαστικότητα, δεν έχει κατορθώσει να το απορροφήσει.  
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας στην Ελβετία (BIS), το συνολικό παγκόσμιο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, έχει αυξηθεί από 70 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2007 σε 100 τρις το 2013 (ποσοστό αύξησης 43%), με συμμετοχή σε αυτό κατά 43% των δημοσίων χρεών και κατά 57% των ιδιωτικών, ενώ τα δημόσια χρέη έχουν αυξηθεί κατά 80% με πολύ ταχύτερο ρυθμό της αντίστοιχης αύξησης των ιδιωτικών. Η BIS το αποδίδει στην αναδοχή από τα κράτη των ιδιωτικών τραπεζικών χρεών, που μετατράπηκαν σε δημόσια, στην προσπάθεια διάσωσης των τραπεζικών τομέων και σταθεροποίησης των οικονομιών μετά την κρίση του 2008. Η τακτική που ακολουθήθηκε, για τη διάσωση των τραπεζών κατ’ απόλυτη προτεραιότητα που θα σταθεροποιήσει δήθεν και τις αντίστοιχες οικονομίες, είναι σύμφωνη με όσα πρεσβεύει η σχολή του μονεταρισμού και ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού του Σικάγου, με κύριο εκπρόσωπο  τον παγκοσμίως γνωστό Milton Friedman. Με την ανάληψη από τα κράτη των ιδιωτικών τραπεζικών χρεών, προέκυψε η κρίση κρατικής υπερχρέωσης από το 2010, ενώ οι τράπεζες, που διασώθηκαν με αυτό τον τρόπο, αποφεύγουν συστηματικά να αναλάβουν τον ρόλο τους στην οικονομική ανάκαμψη μέσω της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Οι οικονομίες και τα εθνικά εισοδήματα βρίσκονται σε στασιμότητα, με ταυτόχρονη επιβάρυνση των χρεών που εκφράζονται ως ποσοστά των αντίστοιχων εισοδημάτων. Στην  ευρωζώνη το συνολικό δημόσιο χρέος ανέρχεται σήμερα σε 95,5% του αντίστοιχου ΑΕΠ, στη Βρετανία σε 94%, στις ΗΠΑ σε 112% και στην Ιαπωνία σε 245%. Η κρατική υπερχρέωση όμως, δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιοχές παγκοσμίως, αλλά αφορά στις αναπτυγμένες περιοχές της ευρωζώνης, της Βρετανίας, της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας. Στις αναδυόμενες οικονομίες των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), τα δημόσια χρέη κυμαίνονται μεταξύ 20% και 40% των αντίστοιχων ΑΕΠ. Η επιτάχυνση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθίσταται απειλητική σε χώρες με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό. Στην ευρωζώνη ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της εξαετίας 2008-2014 ήταν μηδενικός, στη Γερμανία 0,8%, στην Ιαπωνία 0,3%, ενώ αντίθετα στις ΗΠΑ ήταν 2,2%. Οι ΗΠΑ είναι το χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αντιμετώπισης των υψηλών χρεών μέσω πληθωρισμού ή/και μέσω ανάπτυξης, όταν το δημόσιο χρέος από 144% του ΑΕΠ το 1944, κατέληξε μετά μια εικοσαετία το 1964 να είναι 35% του ΑΕΠ.
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, έχουν αρνηθεί την ικανότητα έκδοσης χρήματος, σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εκδίδει χρήμα για αποκλειστική του παραχώρηση στις ιδιωτικές τράπεζες, που δεν το ανακυκλώνουν με χρηματοδότηση της οικονομίας. Η ευρωζώνη όχι μόνο δεν επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης για να ελαφρύνει το βάρος των χρεών, αλλά επιλέγοντας τη λιτότητα επιβάλλει την ύφεση και ανεργία ως την κατάλληλη ‘θεραπευτική αγωγή’. Η λογική των νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών ελίτ, προτάσσει την προτεραιότητα πραγματοποίησης ‘διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’, εννοώντας τις ευρείες εργασιακές απορυθμίσεις, για την προηγούμενη ‘εξυγίανση’ της οικονομίας, αναστέλλοντας την ανάκαμψη με συρρίκνωση των  εθνικών εισοδημάτων και εκτίναξη της ανεργίας, μέσω περικοπών κοινωνικών δαπανών και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, επιβαρύνοντας τα χρέη σε πραγματικούς όρους.  Στη χώρα μας είναι πασιφανές ότι η κρίση χρέους, είναι αποτέλεσμα της αποτυχημένης και καταστροφικής διαχείρισης που η νεοφιλελεύθερα δομημένη ευρωζώνη, υπό τη γερμανική επικυριαρχία, έχει επιβάλει σε όλες τις χώρες-μέλη, με δευτερεύουσα όψη την πελατειακή και αναποτελεσματική, και όχι υπερτροφική, δομή της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Η Ελλάδα, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, ‘πνίγεται’ όχι από το χρέος αλλά από τις πολιτικές που με πρόσχημα αυτό, προωθούν την ύφεση και τη μαζική ανεργία, παραδίδοντας τη χώρα στις νεοφιλελεύθερες ελίτ ως σύγχρονη αποικία και δουλοπαροικία χρέους.
Η Συνθήκη της Λισσαβόνας του 2005, απαγορεύει κατηγορηματικά διασώσεις, αμοιβαιοποιήσεις χρεών και δημοσιονομικές μεταβιβάσεις πόρων από πλεονασματικές σε ελλειμματικές χώρες, ακόμη και στην περίπτωση άμεσης απειλής της ευρωπαϊκής συνοχής. Πρόσφατα η ΕΚΤ ‘τεκμηρίωσε’ τον ισχυρισμό, ότι το μέσο ελληνικό και κυπριακό νοικοκυριό  είναι πολύ πλουσιότερο από το αντίστοιχο γερμανικό, εξάγοντας το συμπέρασμα ότι δεν είναι ‘ηθικό’ οι ‘φτωχότεροι’ γερμανοί να στηρίζουν του πλουσιότερους έλληνες-κύπριους!!!!! Οι διασώσεις χωρών στο εξής, θα πραγματοποιούνται με τη διάθεση ιδίων πόρων, σύμφωνα με το μοντέλο που ακολουθήθηκε στη ‘διάσωση’ της Κύπρου με το άγριο ‘κούρεμα’ των άνω των 100.000 ευρώ τραπεζικών καταθέσεων. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες του Μάαστριχτ (1992) και της Λισσαβόνας (2005), έχουν προνοήσει για την κατάργηση της ‘ρήτρας αλληλεγγύης’, που ίσχυε μεταξύ κεντρικών τραπεζών στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του ECU, καταργώντας οποιαδήποτε μορφή αλληλεγγύης προβλεπόταν στην ιδρυτική συνθήκη των ευρωπαϊκών κοινοτήτων της Ρώμης (1957), με το σκεπτικό της δήθεν επιβάρυνσης εργατικών και επιτυχημένων σε βάρος οκνηρών και αποτυχημένων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι αποτυχημένες χώρες επιβαρύνονται με το κόστος προσαρμογής τους, τιμωρούμενες επιπλέον με σοβαρά πρόστιμα, που αφαιρούνται από το ΑΕΠ, για όποιες καθυστερήσεις και αδυναμία της ‘αναγκαίας’ προσαρμογής. Σύμφωνα με τη λογική άκρως συντηρητικών γερμανών οικονομολόγων και οικονομικών κύκλων, οι πρόσφατες διασώσεις τραπεζών που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ESM) και η μελλοντική τραπεζική ενοποίηση στην ευρωζώνη, είναι απόλυτα λανθασμένες, καθώς ο διασωζόμενος πρέπει να ανακάμπτει με χρήση ιδίων μέσων και οι διασώσεις με χρήση ευρωζωνικών πόρων πρέπει να αποφεύγονται ως ‘ανήθικες’.  
Οι προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν αβέβαιες και η ανάκαμψη δυσθεώρητη, για το ορατό μέλλον, αφού οι ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές όχι μόνο δεν κατευνάζουν την κρίση αλλά την αναζωπυρώνουν διαρκώς. Παρότι το πρόβλημα χρέους είναι υπαρκτό στην Ευρώπη, αυτό κινείται σε υψηλότερο επίπεδο στις ΗΠΑ και εντυπωσιακά ψηλότερα, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, στην Ιαπωνία. Το πρόβλημα δημιουργείται όμως, όχι από την διόγκωση καθαυτή του χρέους αλλά από την εσπευσμένη αποπληρωμή του έναντι οποιουδήποτε κοινωνικού κόστους, αφού αυτή αποβαίνει αιτία μεγαλύτερης ύφεσης και ανεργίας λόγω περιστολής των δαπανών προκειμένου αυτό να αποπληρωθεί. Είναι αναγκαία και επιτακτική η επαναδιαπραγμάτευση όλων των χρεών, με στόχο τη διατήρηση του επιπέδου λειτουργίας της οικονομίας, που προηγείται έναντι της εξυπηρέτησης των χρεών και των πιστωτών, γιατί η συρρίκνωση των εισοδημάτων τα καθιστά μη διαχειρίσιμα. Όταν το κόστος του χρήματος, παρότι καθίσταται μηδενικό ή και αρνητικό, δεν καταφέρνει να επανεκκινήσει την οικονομία, τότε έχουμε το γνωστό φαινόμενο της ‘παγίδας ρευστότητας’, όπου οι οφειλέτες προτιμούν να αποπληρώνουν τους πιστωτές, που κατακρατούν τους τίτλους τους γιατί αποδίδουν περισσότερο από το ρευστό χρήμα. Από τη δεκαετία του 1980 η νεοφιλελεύθερη ‘επανάσταση’, που ξεκίνησε σε ΗΠΑ και Βρετανία, απορύθμισε τις οικονομικές λειτουργίες αφήνοντας τα πάντα να ρυθμισθούν από τις ‘αγορές’, που θα επιτύγχαναν δήθεν τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την πλήρη απασχόληση, αντί της παρέμβασης των κρατών και των κεντρικών τραπεζών με στόχους τη ρύθμιση της οικονομίας και της απασχόλησης.
Η Ευρώπη, παραμένοντας δέσμια της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας και του άκαμπτου δογματισμού, δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε βάρος της πραγματικής οικονομίας. Η εξασφάλιση μηδενικών επιτοκίων, απεριόριστης ρευστότητας και ενισχυμένων εγγυήσεων προς τους πιστωτές του δημοσίου από την ΕΚΤ, καθιστά αποδοτικότερη την κατακράτηση τίτλων από τη ρευστοποίησή τους, σε βάρος της πραγματικής και απαραίτητης ρευστότητας της οικονομίας. Όταν οι ιδιωτικοί τομείς αποσπούν πόρους και ρευστότητα από την πραγματική οικονομία μεταβιβάζοντάς τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα κράτη οφείλουν να διατηρήσουν την μακρο-οικονομική ισορροπία και να αποτρέψουν την επερχόμενη ύφεση, με αντικυκλικές πολιτικές αύξησης δημοσίων δαπανών, αγορών και παραγγελιών, τονώνοντας την ενεργή ζήτηση. Η Ευρώπη θα όφειλε να αυξάνει τις δαπάνες της, χρηματοδοτώντας μεγάλα έργα ευρωπαϊκής εμβέλειας και σταθεροποιώντας την ευρωπαϊκή οικονομία με τόνωση της απασχόλησης, λειτουργώντας αντίθετα σε κρατικές πολιτικές συγκράτησης των δαπανών. Αντ’ αυτού προβλέπεται συνολική μείωση των ευρωπαϊκών εισφορών από τα κράτη μέλη, και όχι η μείωση της συνεισφοράς των ελλειμματικών χωρών και η αντίστοιχη αύξηση των πλεονασματικών χωρών, που θα ήταν το ορθότερο και αποτελεσματικότερο, σηματοδοτώντας την μετατροπή της Ευρώπης σε ήπειρο της ύφεσης και ανεργίας που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την παγκόσμια οικονομία. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση του ευρώ, υπό τη σκληρή γερμανική εποπτεία, στοχεύει στην ευθυγράμμισή του με τις παράλογες και αυθαίρετες απαιτήσεις και επιθυμίες των χρηματαγορών, ενώ η έννοια της Ευρώπης ως συλλογικής κοινότητας έχει προ πολλού αντικατασταθεί από αυτή των ατομικών κρατών, που είναι έρμαια των αγορών, απούσας οποιασδήποτε εταιρικής και κοινοτικής αλληλεγγύης. Η Ευρώπη σήμερα όχι μόνο δεν προστατεύει τις χώρες μέλη της από πιθανούς κινδύνους, αλλά τις παραδίδει χωρίς όπλα στις ορέξεις των αγορών, αφού δεν έχουν εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής με άμεση επίδραση στον δημοσιονομικό και χρηματοοικονομικό-χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η ασθένεια, που προκαλεί τις κρίσεις υπερχρέωσης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας-νότου, είναι η στρεβλή και νεοφιλελεύθερη δόμηση της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος ευρώ. Στην Ιρλανδία, τα τραπεζικά χρέη αναλήφθηκαν από το κράτος που τα μετακύλησε στους εργαζόμενους και φορολογούμενους. Στην Ισπανία, το κράτος επιβαρύνει με τη ‘διάσωση’ του χρεοκοπημένου ιδιωτικού τομέα τους εργαζόμενους και φορολογούμενους, και όχι τους ιδιώτες που με τις ακολουθηθείσες πρακτικές τους οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία. Στην Ελλάδα, το κράτος ‘διασώζει’ τις τράπεζες που στη συνέχεια κερδοσκοπούν σε βάρος του, επιρρίπτοντας τα χρέη πάλι στον εργαζόμενο και φορολογούμενο. Στην Κύπρο, πλήττεται η αξιοπιστία των  τραπεζών και το κλίμα εμπιστοσύνης, με ‘κούρεμα’ των άνω των 100.000 ευρώ καταθέσεων, με συνέπεια το κράτος να επιρρίψει το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών πάλι στον εργαζόμενο και φορολογούμενο. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της προέλευσης των χρεών, το κόστος επιρρίπτεται στα εισοδήματα της εργασίας, με συνέπεια τη συρρίκνωση-κατάρρευση της οικονομίας, την εκτίναξη της ανεργίας και τελικά τη διάσωση των θυτών με χρήματα των θυμάτων τους. Για τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης, θα έπρεπε τα εμπορικά πλεονάσματα των χωρών του βορρά, που αποκόμισε από τις χώρες του νότου, να κυκλοφορούν ανακυκλούμενα και ακόμη και αν οι άνεργοι μετακινούνταν εντός της κοινής νομισματικής περιοχής, οι συνολικές θέσεις εργασίας να παρέμεναν τουλάχιστο αμετάβλητες και μη μειούμενες. Οι χώρες του βορρά, με κύρια τη Γερμανία, δεν ανακυκλώνουν τα εμπορικά τους πλεονάσματα, κατακρατώντας και αποθησαυρίζοντάς τα σε συνάλλαγμα και χρυσό, προκαλώντας την ύφεση. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, διογκώνεται σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και απασχόλησης και οι θέσεις εργασίας που εξαλείφονται στο νότο δεν μεταφέρονται στον βορρά. Η αποσύνθεση του νότου, επιφέρει οφέλη ανταγωνιστικότητας τιμών στον βορρά, λόγω του κοινού νομίσματος, που προσδοκάται να αξιοποιηθούν έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Η επιλογή της ύφεσης για την Ευρώπη, όντας η μεγαλύτερη αγορά  παγκόσμια, συμπαρασύρει στα δικά της αδιέξοδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Με αυτές τις πολιτικές ο ευρωπαϊκός βορράς, και ιδιαίτερα η Γερμανία, εγκαταλείπει βαθμιαία την εταιρική σχέση, ερχόμενος σε ευθεία αντιπαλότητα όχι μόνο με τις χώρες του νότου, αλλά με την παγκόσμια οικονομία.

* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών και διοίκησης μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website :   www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com