Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Θεμελίωση και υπολογισμός των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα

Θεμελίωση και υπολογισμός των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα
        
του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου* 

Η μόνη χώρα της ευρωζώνης, που δεν υπέγραψε τη δανειακή σύμβαση Ελλάδας – χωρών ευρωζώνης (το γνωστό μνημόνιο Νο1) απευθείας με την Ελλάδα, ήταν η Γερμανία (αντ’ αυτής υπέγραψε η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα ειδικού σκοπού KFW). Ο προφανέστατος λόγος, είναι η ύπαρξη του γερμανικού κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων (για να μην δημιουργείται σύγχυση δεν πρόκειται για τις γερμανικές κατοχικές αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την γερμανική κατοχή,  που πρέπει να διεκδικηθούν δικαστικά). Το ύψος τους κατά το έτος 2010, χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμάτο σε 162 δις ευρώ.
Η απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλλει στην Ελλάδα:
- 7,1 δις δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή αξίας 108 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων, που είναι επανορθώσεις για καταστροφές στις υποδομές κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και οφείλονται στο ελληνικό δημόσιο.
- Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο ύψους 3,5 δις δολαρίων, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή αξίας 54 δις ευρώ το 2010 χωρίς συνυπολογισμό των τόκων. Το δάνειο αυτό, υπολογιζόμενο κάθε έτος, τόσο από την Tράπεζα της Ελλάδας, όσο και από την γερμανική κρατική τράπεζα, προκάλεσε καθοριστικά την πείνα και τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Η Γερμανία δεν έχει προβεί σε εξόφληση αυτών των αναγνωρισμένων οφειλών της προς την Ελλάδα, ενώ έχει εξοφλήσει όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Και τα δύο αυτά ποσά δεν έχουν παραγραφεί, ούτε μπορούν να παραγραφούν, γιατί είναι αναγνωρισμένες οφειλές με διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς συμβάσεις και είναι αρκετή η έγγραφη απαίτησή τους από την  εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Εάν αυτό συνέβαινε και η γερμανική κυβέρνηση αρνιόταν την καταβολή τους, η όποια ελληνική κυβέρνηση θα στοιχειοθετούσε δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια και αναμφισβήτητης δικαίωσής της για τη λήψη τους.
 Η σχετική δανειακή συμφωνία του αναγκαστικού γερμανικού κατοχικού δανείου, υπογράφηκε την 14/3/1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα ανακοινώθηκε, μετά από εννιά ημέρες, από τον Άλτενμπουργκ με τη ρηματική διακοίνωση 160/23-3-1942 και από τον Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23-3-1942.
Σύμφωνα με αυτή:
- Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται μηνιαία να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
- Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές, δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).
- Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (άρθρο 4).
- Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1/1/1942 (άρθρο 5).
Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, που επιβαλλόταν στην Ελλάδα ως υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν. Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφλησή του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές. Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2-4-1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, έδινε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδας να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Άλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις, με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετέτρεψαν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική, δηλαδή το δάνειο έπαψε να είναι αναγκαστικό και μετέπεσε σε κοινό συμβατικό δάνειο. Με την πρώτη τροποποίηση (2/12/1942), ορίζονταν ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3). Μάλιστα καταβλήθηκαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησε η επιστροφή του, οπότε μετέπεσε σε έντοκο λόγω υπερημερίας, δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο. Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Συνεπώς δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953, που ανέστειλε την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας.
Η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι δανείσθηκε από το ελληνικό κράτος κατά παράβαση του άρθρου 49 της σύμβασης της Χάγης του 1909, που ισχύει και σήμερα. Δανείσθηκε από ένα κράτος που η ίδια η ναζιστική Γερμανία είχε χαρακτηρίσει ακατάλυτο και ότι οι ναζί δεν αμφισβήτησαν ποτέ το δάνειο αλλά και άρχισαν την αποπληρωμή του, ενώ και ο καγκελάριος Έρχαρντ το 1964 είχε δεσμευθεί για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι η γερμανική κατοχή είναι υπεύθυνη για το οικονομικό ελληνικό ολοκαύτωμα της περιόδου 1940-44, για την αύξηση του πληθωρισμού 15,3 εκατομμύρια φορές και ότι μόνο η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τότε Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις. Για την επανόρθωση, η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Αυτό η Ελλάδα, μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, θα το αναζητούσε στον εξωτερικό δανεισμό. Από την άλλη πλευρά, αυτή που αμφισβητεί και αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι η μετά το 1990 ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία.
Ο Γερμανός ιστορικός Albrecht Ritchl, σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, ανέφερε εμφατικά ότι εάν η Γερμανία πιέσει την Ελλάδα τότε η χώρα μας μπορεί να αξιώσει την καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου. Ο Γάλλος  οικονομολόγος Jacques Delpla, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Les Echos το 2010, υποστήριξε ότι σύμφωνα με υπολογισμούς του το συνολικό ποσό που οφείλει η Γερμανία στη Ελλάδα ανέρχεται στο ποσό των 575 δις ευρώ, με συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμώμενης σημερινής αξίας άνω των 600 δις ευρώ. Κατ’ άλλους οικονομολόγους αυτό το ποσό υπερέβαινε το 2010 το ποσό των 1,1 τρις ευρώ,   με συνυπολογισμό των τόκων, εκτιμώμενης σημερινής αξίας προσεγγίζουσας τα 1,2 τρις ευρώ.  Η διαφορά στο τελικό ποσό της γερμανικής οφειλής, οφείλεται στη χρήση διαφορετικών επιτοκίων προεξόφλησης. Το προκύπτον ποσό είναι άμεσα απαιτητό από τη γερμανική κυβέρνηση, μετά την ενοποίηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1990, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Η ελληνική κυβέρνηση δικαιούται και οφείλει να εγγράψει την γερμανική οφειλή στις ανείσπρακτες οφειλές προς το ελληνικό Δημόσιο και στον Κρατικό Προϋπολογισμό, με την αιτιολόγηση ότι πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν σχετικής εντολής, μπορούν να προβούν σε όλες τις απαραίτητες σχετικές άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους. Το γεγονός αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την μετατροπή του προϋπολογισμού της χώρας σε εντονότατα πλεονασματικό, την ολοσχερή εξάλειψη του δημόσιου χρέους και την μετατροπή του σε μεγάλο δημόσιο σωρευτικό πλεόνασμα. Συνεπώς θα σήμαινε την έξοδο της Ελλάδας από την δημοσιονομική παρακολούθηση και εποπτεία της ΕΕ, την εκπλήρωση των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ, την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε ΑΑΑ, τη ραγδαία εξαφάνιση των spreads δανεισμού κλπ. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Eurostat, η Γερμανία θα υποχρεωνόταν να εγγράψει στον δικό της Κρατικό Προϋπολογισμό το οφειλόμενο δημόσιο χρέος προς την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο θα ετίθετο ζήτημα δημοσιονομικής επιτήρησης της Γερμανίας από την ΕΕ, λόγω μη εκπλήρωσης των κριτηρίων της συνθήκης του Μάαστριχτ και των όρων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας, που έχει επιβάλει με κάθε τρόπο και με την απειλή ποινών στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.  

* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής,  email : nikokal02@yahoo.gr website :  www.kallinikosnikolakopoulos. blοgspot.com  

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Δημοσιονομική κρίση χρέους και νεοφιλελεύθερες μυθοπλασίες (αναδημοσίευση από www.erensep.org)

                                              του Καλλίνικου Νικολακόπουλου*
Στην Ελλάδα έχει εμπεδωθεί ο μύθος της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, παρουσιάζοντας την αποκρουστική εικόνα ενός Γολιάθ "υπερτροφικού"-"αδηφάγου" κράτους, με υπερπληθώρα άχρηστων δημοσίων υπαλλήλων. Τα σχετικά πρόσφατα όμως στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2013, κατατάσσουν τη χώρα μας στην 31η θέση μεταξύ των 33 χωρών-μελών του με τον μικρότερο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ανερχόμενο σε 8,5%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 15,5%.
Πίνακας 1: Αριθμός δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού
Χώρες ΟΟΣΑ15,5%
Χώρες ευρωζώνης17%
   Χώρες σκληρού «πυρήνα» – βορρά
      Βέλγιο17,5%
      Ολλανδία13%
      Γερμανία10,5%
   Χώρες περιφέρειας – νότου
      Ιταλία14%
      Ισπανία13%
      Πορτογαλία12,5%
      Ελλάδα8,5%
Χώρες Ε.Ε.
   Δανία30%
   Σουηδία26%
   Βρετανία17,5%
ΗΠΑ14,9%
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Το κόστος της δημόσιας διοίκησης της χώρας μας είναι 12,4% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης ανέρχεται σε 21,4%.
Πίνακας 2: Κόστος δημόσιας διοίκησης ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης21,4%
   Χώρες σκληρού «πυρήνα» – βορρά
      Ολλανδία28,5%
      Φινλανδία25,2%
      Γαλλία24,8%
      Βέλγιο24,8%
      Γερμανία20%
      Αυστρία18,7%
   Χώρες περιφέρειας – νότου
      Ισπανία19,7%
      Ιταλία19,2%
      Πορτογαλία18,2%
      Ιρλανδία16,3%
      Ελλάδα12,4%
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Το ιδεολογικό κατασκεύασμα του νεοφιλελευθερισμού, εντοπίζει ως παθογένεια της ελληνικής οικονομίας τον υπερμεγέθη δημόσιο τομέα εντελώς ατεκμηρίωτα, εμμένοντας σε μία πολιτική που βασίζεται στη διαρκή περικοπή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και περιστολή των δημοσίων δαπανών, ενθαρρύνοντας την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική δεν απελευθερώνει τον ιδιωτικό τομέα από τον εναγκαλισμό του δημοσίου, αλλά λειτουργεί ανατροφοδοτώντας διαρκώς το καθοδικό σπιράλ της οικονομική ύφεσης, με τη συρρίκνωση της ενεργής ζήτησης.
Οι δημόσιες δαπάνες συρρικνώνονται, ειδικά αυτές που αφορούν στην κοινωνική προστασία, και οι κοινωνικές παροχές, χαρακτηριζόμενες ως "παρασιτικές", περικόπτονται συνεχώς για να περιορισθεί το μέγεθος του κράτους στην οικονομία. Ενώ οι κοινωνικές δαπάνες στο σύνολο της ευρωζώνης ανέρχονται στο 15,9% του ΑΕΠ, στη χώρα μας είναι 13,5%. Οι ευρωπαϊκές χώρες-πρότυπα, κατά τους νεοφιλελεύθερους "φωστήρες", είναι η Λετονία, η Ρουμανία, η Λιθουανία και η Βουλγαρία με αντίστοιχα ποσοστά κοινωνικών δαπανών του ΑΕΠ (βλ. πίνακα 3).
Πίνακας 3: Κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης15,9%
   Γαλλία19,1%
   Ολλανδία17,1%
   Γερμανία16,9%
   Αυστρία16,4%
   Φινλανδία15,9%
   Ελλάδα13,5%
   Λετονία11,3%
   Λιθουανία8,1%
Ρουμανία8,7%
Βουλγαρία7,6%
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Οι προβληματικότερες χώρες, είναι αυτές με το μικρότερο ποσοστό, ως προς το ΑΕΠ, κοινωνικών δαπανών που πάραυτα δεν μπορούν να εξέλθουν από τον φαύλο κύκλο της υπανάπτυξης. Υπάρχουν χώρες με πληθυσμιακό μέγεθος μικρότερο της Ελλάδας (π.χ. Βέλγιο, Φινλανδία), με μεγαλύτερες ποσοστιαίες κοινωνικές δαπάνες, που η πραγματοποίησή τους δεν αντιμετωπίζεται ως "αντι-οικονομική" αλλά ως προϋπόθεση επίτευξης υψηλών οικονομικών επιδόσεων.
Η υποτιθέμενη υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και του πλούτου, ως δικαιολογία της επενδυτικής καχεξίας στην Ελλάδα, είναι ένας ακόμη διαδεδομένος μύθος του νεοφιλελευθερισμού. Ενώ όμως ο μέσος όρος της φορολόγησης του πλούτου στην ευρωζώνη είναι 12,5% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις και μετά βίας στο 10%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Πίνακας 4: Φορολόγηση του πλούτου ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης12,5%
   Βέλγιο16,9%
   Φινλανδία16,4%
   Ιταλία15%
   Λουξεμβούργο14,4%
   Ιρλανδία13,6%
   Αυστρία13,6%
   Γερμανία12,4%
   Γαλλία12,4%
   Ελλάδα10%
Δανία31,4%
Βρετανία15,2%
ΗΠΑ12,9%
Πηγή: Eurostat (2013)
Στην Ελλάδα έχουν βαπτισθεί ως "υπερφορολόγηση" η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή, η αποφορολόγηση και η υποφορολόγηση. Το δημόσιο χρέος είναι το παρελθόν σωρευτικό έλλειμμα των κρατικών οικονομικών απολογισμών, δηλαδή η υστέρηση των πραγματοποιηθέντων δημοσίων εσόδων έναντι των δημοσίων δαπανών. Ενώ το ποσοστό των ελληνικών δημοσίων δαπανών προσέγγιζε τον αντίστοιχο ποσοστιαίο μέσο όρο της ΕΕ, τα ποσοστό των ελληνικών δημοσίων εσόδων παρουσίαζε ακραία υστέρηση έναντι του αντίστοιχου ποσοστιαίου μέσου όρου της ΕΕ, με μέσο όρο υστέρησης 7% του ΑΕΠ, τη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της κρίσης, ενώ η απόκλιση των φορολογικών εσόδων προσέγγιζε το 10% του ΑΕΠ.
Η ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών υστερήσεων, κάνει εμφανέστατο το γεγονός της πραγματικής υποφορολόγησης του πλούτου στη χώρα μας, υποδηλώνοντας τη γενναιόδωρη συμπεριφορά του αστικού μπλοκ εξουσίας έναντι των παραδοσιακών κοινωνικών στηριγμάτων του εργοδοτών και αυτοαπασχολούμενων, που φοροδιέφευγαν προκλητικά όταν δεν είχαν θεσπισμένη νόμιμη φοροαποφυγή και απολάμβαναν μια ιδιότυπη φορολογική ασυλία.
H κυβέρνηση, μέσω της άμεσης φορολογίας εισοδήματος, συνεχίζει αμείωτα τη φορολογική επιδρομή στα εισοδήματα μισθωτών, συνταξιούχων και ευρέων λαϊκών μαζών που έρχεται να συμπληρώσει την άγρια περικοπή μισθών, συντάξεων και κοινωνιών παροχών, εξυπηρετώντας τον κύριο  στόχο των μνημονίων, που δεν είναι άλλος από την τεράστια επιχειρούμενη αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των υψηλών εισοδηματικών τάξεων, και υπερασπίζοντας τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα των εγχώριων και υπερεθνικών ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων ελίτ. Έτσι επιτείνεται η διάλυση της όποιας κοινωνικής συνοχής και η αποσάθρωση της κοινωνίας, που έχουν προκληθεί από την πελώρια ύφεση και ανεργία, την κατάρρευση του εθνικού συστήματος υγείας και κοινωνικού κράτους πρόνοιας, την μαζική φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, την τεράστια αύξηση των αυτοκτονιών κλπ.
Η καταστροφική διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης, της οποίας μέρος είναι η ελληνική, από τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ελίτ, με τη συμμετοχή και συνενοχή και των εγχώριων ελληνικών ελίτ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας υπέρβασής της υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Όταν ακόμη και το ΔΝΤ, είχε προτείνει το 2010 την απομείωση – κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους, για να καταστεί διαχειρίσιμο, οι ευρωπαϊκές ελίτ μετέφεραν μέσω των μνημονίων το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, που οφειλόταν στα ευρωπαϊκά ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στις χώρες-μέλη για να τα διασώσουν από τις ενδεχόμενες απώλειες.
Κύριο επιχείρημα για αποφυγή του κουρέματος, ήταν η δέσμευση ότι οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες θα απέσυραν από την κυκλοφορία τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μη ζητώντας την αποπληρωμή τους, ενώ αυτές  προέβησαν τελικά σε αθρόες κερδοσκοπικές κινήσεις σε αυτά, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση της Ελλάδας.
Η ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη μυθοπλασία, διατείνεται ότι για το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν την ευρωζώνη, δεν ευθύνονται οι επιλογές της ακραίας εμμονικής λιτότητας και ύφεσης, αλλά οι ελλειμματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – νότου. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική, ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης δεν προέρχεται από την ολέθρια διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, αλλά από τα "ασθενή" μέλη της ΟΝΕ.
Ο τυφώνας της λιτότητας και τρομακτικής ανεργίας, δεν πλήττει πλέον μόνο τις ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, αλλά έχει επεκταθεί βαθμιαία στις πλεονασματικές και πιστώτριες χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου – βορρά. Η απλή λογική υποδεικνύει, ότι εφόσον τα 2/3 των επιτευχθέντων γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων προέρχονται από την ευρωζώνη, η ραγδαία συρρίκνωση της ενεργής ζήτησης, μέσω πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, των ελλειμματικών χωρών θα μειώσει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα απόσπασης πλεονασμάτων. Η εφαρμογή των υφεσιακών συνταγών, επιρρίπτει το κόστος της προσαρμογής σε όσους δεν έχουν ευθύνη, προσπαθώντας να μη θίξει τις πραγματικά υπεύθυνες νεοφιλελεύθερες ελίτ που έχουν αναλάβει εργολαβικά την διεκπεραίωση της "κάθαρσης".
Η τιμωρητική λογική, ωθεί στην ανεργία διαρκώς μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και στον παροπλισμό παραγωγικό κεφάλαιο και εξοπλισμό, όταν είναι γνωστό ότι η αποτελεσματικότητα-αποδοτικότητα των οικονομικών συστημάτων, σύμφωνα και με την κλασική-νεοκλασική και κεϋνσιανή θεώρηση, επιτυγχάνεται με την πλήρη απασχόληση και την αξιοποίηση και των λιγότερο αποδοτικών παραγωγικών συντελεστών.
Στην ευρωζώνη σήμερα το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό, το δημόσιο έλλειμμα ανέρχεται στο 4,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 95%. Στη χώρα μας, η σωρευτική ύφεση έχει υπερβεί το 25%, η επίσημη ανεργία προσεγγίζει το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (65% στους νέους), οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αρνητικές και οι δημόσιες μειωμένες άνω του 30%, ενώ το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το 180% του ΑΕΠ. Οι οικονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν από τις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες ελίτ, όχι μόνο δεν ελαφρύνουν την κρίση και τις συνέπειές της, αλλά την επιδεινώνουν περαιτέρω καθιστώντας την ουσιαστικά ανεπίλυτη για τις δυνάμεις της εργασίας.
Οι όποιες ελληνικές ιδιομορφίες είχαν προταχθεί, καθώς και άλλων υπερχρεωμένων χωρών της περιφέρειας, έχει αποδειχθεί ότι ήταν το πρόσχημα για να επιβληθεί η νεοφιλελεύθερη ατζέντα των κυρίαρχων ελίτ περί μη ύπαρξης εναλλακτικής (TINA-There Is No Alternative). Οι περικοπές δημοσίων δαπανών και εισοδημάτων, η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και η "εξυγίανση" μέσω εσωτερικής υποτίμησης, καθώς και η συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος με την καταρρέουσα οικονομία σε ύφεση και υπερχρεωμένη και τη ζήτηση εξασθενημένη, είναι προμελετημένο έγκλημα.
Το ελληνικό πρόβλημα, δεν είναι τελικά διαφορετικό από το ισπανικό, το ιρλανδικό, το πορτογαλικο κλπ. Ενώ στην περίπτωση της χώρας μας, η υπερχρέωση ήταν απευθείας του δημόσιου τομέα, στις άλλες περιπτώσεις ξεκίνησε από τον ιδιωτικό τομέα, ειδικότερα τον τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό, για να καταλήξει όμως επίσης ως πρόβλημα δημόσιας υπερχρέωσης. Οι χρηματοπιστωτικές ‘φούσκες’ δημιουργήθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ το κράτος επιστρατεύθηκε για τη διάσωσή του επωμιζόμενο τα χρέη του.
Στην Ελλάδα έχουμε έναν ιδιωτικό τομέα που είναι εξαιρετικά κρατικοδίαιτος, ενώ η δημοσιονομική κρίση υπήρξε σε όλες τις χώρες δευτερογενής, και όχι πρωτογενής, συνέπεια της κρίσης του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Ενώ οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δημιούργησαν την κρίση, με την υπεραφθονία χορήγησης επισφαλών δανείων και τη δημιουργία αμέτρητων παράγωγων προϊόντων χρηματοοικονομικής "μηχανικής", απαίτησαν και επέβαλαν τη διάσωσή τους από τα κράτη με χρήματα των φορολογουμένων που αφαιρέθηκαν από παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες, επιφέροντας πανευρωπαϊκά την ύφεση.
Παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός, της ευθύνης του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα στη δημιουργία των  ελλειμμάτων και την υπερχρέωση των οικονομιών, η νεοφιλελεύθερη μυθοπλασία ενοχοποιεί τον δημόσιο τομέα που τάχα είναι υπερδιογκωμένος και παρασιτικός πανευρωπαϊκά και επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας και την ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα! Με τον τρόπο αυτό, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ‘ρούφηξε’ όλη τη ρευστότητα της οικονομίας και μετέτρεψε τα κράτη σε τυφλά όργανα εξυπηρέτησής του, σε βάρος βέβαια της πραγματικής παραγωγικής οικονομικής δραστηριότητας.
Η συνεχιζόμενη αδιέξοδη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα, από τη νεο-μνημονιακή κυβέρνηση του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, επί τα χείρω μάλιστα, απλά ολοκληρώνει την μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο-αποικία χρέους των δανειστών.
Δεν υπήρξε επεξεργασία ενός εναλλακτικού σχεδίου μετάβασης σε εθνικό νόμισμα, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, για κάθε πιθανό ενδεχόμενο, δαιμονοποιώντας το νόμισμα και όχι τις πολιτικές που το συνοδεύουν. Μία πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη, αφού προηγηθεί στάση πληρωμών στο εξωτερικό δημόσιο χρέος και μονομερής διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ως απεχθούς και επονείδιστου μετά από πραγματοποίηση ελέγχου του από διεθνή επιτροπή λογιστικού ελέγχου,  δεν είναι αφ’ εαυτού της λύση για πάσα νόσο της ελληνικής οικονομίας.
Αποτελεί ένα δύσβατο μονοπάτι που επιβάλλεται εξ ιδίας ανάγκης στην Ελλάδα. Η έξοδος από την ευρωζώνη πιθανότατα θα σημάνει την απαρχή διάλυσης της τελευταίας, γιατί όποιος κρίκος αυτής της νομισματικής–οικονομικής αλυσίδας σπάσει, αυτή θα αποσυντεθεί.
Αντίθετα, μία πιθανή έξοδος  μπορεί να σημάνει, υπό προϋποθέσεις, την υιοθέτηση πολιτικών παραγωγικής ανασυγκρότησης, που για να επιτύχουν θα απαιτήσουν τη βαθμιαία αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, μείωσης της ανεργίας, αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και οικονομικής ανάπτυξης, με κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων, μέσω άσκησης κατάλληλων φορολογικών πολιτικών, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο και την κρατικοποίηση υπό κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών που επανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα που χρεώθηκαν στον ελληνικό λαό.

* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής,  email : nikokal02@yahoo.gr website :  www.kallinikosnikolakopoulos. blοgspot.com