Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι συνέπειες και η συνέχεια…..(2ο μέρος)

Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι συνέπειες και η συνέχεια…..(2ο μέρος)
Του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου * 27/6/2013

Η παγκόσμια κρίση έχει εστιασθεί μέχρι σήμερα στις ‘δυτικές’ περιοχές της γης, από τις οποίες άλλωστε και έχει πυροδοτηθεί το 2007-2008. Οι αναδυόμενες χώρες, δεν επιλέγουν μέχρι στιγμής τη ρήξη με την παλιά και εξαντλημένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων και δεν παρέχουν νέες κατευθύνσεις για την περαιτέρω πορεία και ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος. Προτιμούν να παραμένουν ‘χρηματοδότες’ της παλιάς τάξης πραγμάτων, ακόμη και κατά τη σημερινή καταστροφική-υφεσιακή  πορεία της. Παρότι το σενάριο του 1930 ενεργοποιήθηκε με τις ανταγωνιστικές νομισματικές υποτιμήσεις, σήμερα το ισοδύναμο αποτέλεσμα εξασφαλίζεται με τη γενίκευση σε παγκόσμια κλίμακα της πολιτικής των ανταγωνιστικών υφέσεων, που επιταχύνουν την παγκόσμια αποδυνάμωση. Εάν ο διεθνής ανταγωνισμός στο νομισματικό επίπεδο αποδείχθηκε επικίνδυνος στο παρελθόν, σήμερα ο ίδιος παγκόσμιος ανταγωνισμός στο επίπεδο της από τα πάνω επιβαλλόμενης διοργάνωσης των ανταγωνιστικών υφέσεων μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο επικίνδυνος. Εκτιμάται ότι με τους σημερινούς ρυθμούς το παγκόσμιο σύστημα δεν θα έχει επιστρέψει στις επιδόσεις του 2007. παρά μόνο μετά το 2015. Δεν ήταν αναγκαίο τα σημερινά υψηλά επίπεδα του χρέους, να επιβάλουν την οικονομική επιβράδυνση που παρατηρείται σήμερα στις ‘δυτικές’ υπερχρεωμένες οικονομίες. Η  διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, αντίθετα, είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την αποπληρωμή των χρεών και την εξασφάλιση των δανειστών παγκοσμίως. Είναι κλασικό το ιστορικό παράδειγμα, αμέσως μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το αμερικανικό ομοσπονδιακό χρέος είχε ανέλθει στο 135% του ΑΕΠ  και μετά την πάροδο τριών δεκαετιών αυτό είχε κατέλθει σε 35% του ΑΕΠ. Αυτό συνέβη λόγω ακριβώς των έντονων ρυθμών ανάπτυξης που είχαν επιτευχθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα 1945-1975, αλλά και λόγω του αναπτυχθέντος πληθωρισμού που υποτίμησε την αξία του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, επιτρέποντας την εξυπηρέτησή του και τη ραγδαία μείωσή του.
Οι διεθνείς δανειστές σήμερα επιβάλλουν υφεσιακές και αποπληθωριστικές πολιτικές στους οφειλέτες, συμπιέζοντας τις τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των εισοδημάτων, ενώ ταυτόχρονα η ονομαστική αξία των χρεών παραμένει  αμείωτη. Έτσι υπάρχει επιβάρυνση που αυξάνει το χρέος ως ποσοστό των διαθέσιμων εισοδημάτων, καθιστώντας δυσχερέστατη έως αδύνατη την τήρηση της αποπληρωμής του χρέους με αισθητά μειωμένα εισοδήματα. Αυτές οι υφεσιακές πολιτικές, καθιστούν ουσιαστικά ανέφικτη την αποπληρωμή των χρεών. Με αναλλοίωτες αυτές τις πολιτικές και εξυπηρέτηση του σημερινού επιπέδου του χρέους, είναι ουσιαστικά αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε ανόρθωση των οικονομιών, τουλάχιστο στο ορατό μέλλον.  Αντίθετα, το αναμενόμενο είναι μια μακρά περίοδος μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής και όχι μόνο στασιμότητας. Κατά πολλούς οικονομολόγους, η σημερινή κρίση δεν θεωρείται μια κλασική κυκλική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά χαρακτηρίζεται ως διαρθρωτική, με εικαζόμενη μακρά διάρκεια. Μια οικονομία που βρίσκεται σε συνεχόμενη και διαρκή ύφεση δεν μπορεί ουσιαστικά να μεταρρυθμισθεί και να αλλάξει, ενώ αντίθετα μια οικονομία με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι πιο ευέλικτη και προσαρμόσιμη σε αλλαγές και αναγκαίες προσαρμογές. Μόνο η ανάπτυξη διορθώνει και απορροφά τα ελλείμματα, ενώ η ύφεση στην ουσία τα εκτρέφει και τα ανατροφοδοτεί.
Κατά τη διάρκεια της τωρινής κρίσης, από το 2008, οι οφειλέτριες χώρες ακολουθούν με αδιαλλαξία τις πολιτικές ακραίας λιτότητας, υπό την αυστηρή εποπτεία των δανειστών τους. Οι πραγματικές οικονομίες συνεχώς επιβραδύνονται, με έντονα αισθητό το φαινόμενο της μεγάλης ανεργίας (π.χ. η Ελλάδα έχει >27% ανέργους του οικονομικά ενεργού πληθυσμού με το  μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ, ακολουθούμενη με βραχεία κεφαλή από την Ισπανία). Από την άλλη μεριά, παρατηρείται επιτάχυνση της συσσώρευσης και συγκέντρωσης υψηλών εισοδημάτων. Η δημιουργία νέου πρόσθετου εισοδήματος είναι μεν ουσιαστικά αδύνατη, αλλά επιταχύνονται άλλες μη παραγωγικές μορφές συγκέντρωσης του πλούτου, κυρίως από μεταφορά, οξύνοντας και εμβαθύνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες στην τρέχουσα συγκυρία της οικονομικής επιβράδυνσης. Στις ΗΠΑ π.χ., σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας έχει υπερβεί το 16% του συνολικού πληθυσμού  και είναι ο υψηλότερος ποτέ (46 εκατομμύρια άτομα είναι καταγραμμένοι στα καθημερινά λαϊκά συσσίτια). Σύμφωνα ακόμη και με εκτίμηση, του Σεπτεμβρίου 2011, του αμαρτωλού ΔΝΤ «το σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι μια μειοψηφία της τάξης του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού οικειοποιείται >14% του παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού οικειοποιείται <1% του παγκόσμιου εισοδήματος». Η υστέρηση της παγκόσμιας κατανάλωσης είναι σήμερα ανεπίλυτο πρόβλημα, χωρίς ουσιαστική διαφαινόμενη λύση από οπουδήποτε. Με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αγορές ευρισκόμενες σε κατάσταση στασιμότητας και επιβράδυνσης,  οι αναδυόμενες δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το κενό που δημιουργείται, αλλά ούτε οι αντίστοιχες νέες χώρες προσβλέπουν σε τέτοιου είδους στόχευση. Η αυξανόμενη ανισότητα εισοδημάτων και εσόδων δεν μπορεί να αποτελεί λύση, αλλά προσθέτει επιπλέον προβλήματα στο ήδη αρχικά υπάρχον.
Στην ΕΕ και την ευρωζώνη, οι πολιτικές ακραίας και παρατεταμένης λιτότητας έχει γίνει σαφές ότι υπονομεύουν οποιαδήποτε δυνατότητα οικονομικής ανάκαμψης. Αυτές οι πολιτικές δεν σταθεροποιούν την ευρωπαϊκή οικονομία, που χρειάζεται απαραίτητα επιλογές ανόρθωσής της και αυξημένη ομοσπονδιακή αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών-μελών της. Το ευρωπαϊκό δημόσιο χρέος έχει λάβει εκρηκτικές-δραματικές διαστάσεις, λόγω του κάκιστου χειρισμού του, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. H EKT (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) δεν λειτουργεί ως όφειλε, αναλαμβάνοντας τα χρέη των χωρών-μελών της ευρωζώνης ως δανειστής ύστατης καταφυγής αλλά και ως τελικός πιστωτής για τα συναπτόμενα εντός της ευρωζώνης χρέη, όπως συμβαίνει με όλες τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως σε όλες τις κοινές νομισματικές περιοχές (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιαπωνία, Κίνα κλπ). Είναι παράλογο ένα νόμισμα να τίθεται σε διαρκή αμφισβήτηση-αμφιβολία ύπαρξης, εξαιτίας του υψηλού χρέους του αντίστοιχου κράτους προς τους πολίτες του. Αν εντός ευρωζώνης, κάποιοι είναι οφειλέτες στο ευρώ, κάποιοι άλλοι είναι πιστωτές στο ίδιο νόμισμα και η όλη αρχιτεκτονική της δόμησης ενός κοινού νομίσματος και διαχείρισης των χρεών που συνάφθηκαν σε αυτό, αντιβαίνει σε οποιαδήποτε θεωρία και πρακτική μιας κοινής νομισματικής περιοχής, αλλά και σε οποιοδήποτε κανόνα κοινής λογικής.
Παρά τη συνεχή παλινωδία των δημόσιων λόγων, τη βραδυπορία στη λήψη των αποφάσεων στην Ευρώπη και την παταγώδη αποτυχία στους τιθέμενος δημοσιονομικούς στόχους, η εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας στις χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ επεκτείνεται και εντείνεται. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η κατανάλωση ανέρχεται στις ΗΠΑ στο 71% του ΑΕΠ και στην Ευρώπη στο 66%. Οι πολιτικές λιτότητας που περικόπτουν την κατανάλωση στην Ευρώπη, οδηγούν μαθηματικά στην εξασθένηση και αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου εισοδήματος (εκτός του ευρωπαϊκού και αμερικανικού). Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές εξαγωγές εκπροσωπούν μόνο το 10% του ΑΕΠ των αναπτυγμένων ‘δυτικών’ οικονομιών, πράγμα που σημαίνει ότι το 90% του ευρωπαϊκού και αμερικανικού παραγόμενου προϊόντος εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική κατανάλωση σε αυτές τις περιοχές, δηλαδή η εσωτερική αγορά τους εξακολουθεί να είναι η κύρια αγορά. Κάθε περικοπή εσωτερικής ζήτησης σε αυτές, μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως μια κίνηση αυτοκτονίας. Κάθε επιπλέον αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας στις αναπτυγμένες οικονομίες, δεν βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά τους, εξαιτίας της υψηλής εξάρτησής τους από τις εσωτερικές αγορές. Αντίθετα την υπονομεύει διαρκώς, αποσταθεροποιώντας τις συνθήκες λειτουργίας της παραγωγικής αλυσίδας μη δημιουργώντας θετικές προϋποθέσεις για πρόσθετη ανάπτυξη. Οι πολιτικές αυτές στη σημερινή οικονομική συγκυρία προκαλούν συνεχώς μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα, σε Ευρώπη και ΗΠΑ, προκαλώντας επιτάχυνση της υφεσιακής δυναμικής και ωθώντας σε μια ατέρμονα πτωτική τάση. Ακόμη, με την εφαρμογή αυτών των πολιτικών, αυξάνεται το ειδικό βάρος των δανείων ως ποσοστό των εισοδημάτων και η αποπληρωμή τους γίνεται δυσχερέστατη.   
Δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην απεμπλοκή από τα χρέη, η παγκόσμια οικονομία παραδίδεται στην πτωτική δυναμική της ύφεσης, αποσταθεροποιώντας την αποσταθεροποιεί ακόμη περισσότερο. Όσο τίθεται ως προτεραιότητα η αποπληρωμή των χρεών, τόσο περισσότερο επιταχύνεται και βαθαίνει η ύφεση σε κάθε υπερχρεωμένη οικονομία, αφαιρώντας ρευστότητα από την οικονομία, με τραγική συνέπεια την επιβράδυνση και την ύφεση. Η οικονομία παράγει συνεχώς μικρότερο εισόδημα, καθιστώντας τις αποπληρωμές του χρέους διαρκώς και πιο αβέβαιες. Για τις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη έχει απαγορευθεί η δημιουργία πρόσθετων ποσοτήτων  νομίσματος, εκθέτοντας τα κράτη στις χρηματαγορές και στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ιδιωτικών  οίκων. Τα κράτη ‘ιδιωτικοποιούνται’, εναποθέτοντας  την κυριαρχική ιδιότητα της αυτοχρηματοδότησής τους στην εγγενή αστάθεια και ευθραυστότητα των χρηματιστικών αγορών, από την οποία και αποκλειστικά εξαρτώνται. Εάν τα κράτη ή η ΕΚΤ είχαν διατηρήσει και ασκούσαν το εκδοτικό τους  προνόμιο, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε νομισματική περιοχή του κόσμου, αυτό δεν θα ήταν εφικτό. Η τρέχουσα αστάθεια των χρηματαγορών αποσταθεροποιεί σήμερα όχι μόνο τις οικονομίες, αλλά επίσης τη λειτουργία των διεθνών και διακρατικών θεσμών και ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας-σταθεροποίησης των οικονομιών είναι έρμαιο  σήμερα της αστάθεια των ‘αγορών’. Το πραγματικό πλέον ζήτημα δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος, αλλά και το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο για τη διασφάλιση των λειτουργιών της οικονομίας. 
Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον κυρίαρχα κράτη και το αποκαλούμενο δημόσιο χρέος ,αντιμετωπίζεται πλέον από τις αγορές και τους αξιολογικούς οίκους ως ιδιωτικό. Η Ευρώπη περιέρχεται σε κρίση αξιοπιστίας, έχοντας διαγράψει κάθε έννοια κυριαρχίας , είτε εθνικής είτε ευρωπαϊκής, και μαζί της έχει επίσης εκλείψει κάθε έννοια τελικού πληρωτή των χρεών που συνάπτονται στην περιοχή του ευρώ. Το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει αναλάβει την παγκόσμια ηγεμονία, επεκτείνοντας  την οικονομική αστάθεια λόγω των πολιτικών της λιτότητας, αλλά και λόγω της αποποίησης του ρόλου του κυρίαρχου-τελικού πιστωτή για τα ευρωπαϊκά χρέη.  Είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη η αλλαγή κατευθύνσεων στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, με την αποκατάσταση των αναπτυξιακών ρυθμών και την επαναλειτουργία των αντίστοιχων ευρωπαϊκών θεσμών. Η μη αλλαγή των εφαρμοζόμενων πολιτικών, σημαίνει ότι οι υφεσιακές προοπτικές θα συνεχίσουν να επιδεινώνουν το διεθνές πλαίσιο και να επιτείνουν την αντιπαλότητα μεταξύ των εθνών, των περιοχών και των περιφερειών, με ανεπιθύμητες επιπτώσεις παγκοσμίως, όπως ακριβώς συνέβη κατά τη δεκαετία του 1930. Οι σημερινές πολιτικές των ανταγωνιστικών υφέσεων, αποδεικνύεται πλέον ότι δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες από εκείνες των ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων που είχαν εφαρμοσθεί  κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.



* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι συνέπειες και η συνέχεια…..(1ο μέρος)

Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι συνέπειες και η συνέχεια…..(1ο μέρος)
Του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου * 24/6/2013

Από το 2008 το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα βρίσκεται σε πορεία εξασθένισης-αποδυνάμωσης, συγκρινόμενο με τη δυναμική που επέδειξε μεταξύ 1980 και 2008. Τα έτη αυτά γενική προοπτική ήταν η παγκοσμιοποίηση με μαζικές μετακινήσεις χρήματος και κεφαλαίου διεθνώς, η τρομακτική επέκταση του διεθνούς δανεισμού και η επιβολή των απορρυθμίσεων, παγκόσμια και εθνικά, μέσω της διαρκούς και τεράστιας επέκτασης των χρηματοοικονομικών μοχλεύσεων. Η εμφάνιση της τρέχουσας κρίσης, που πρωτοεμφανίσθηκε ως χρηματοοικονομική κρίση των ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης (subprimes) τo 2007-2008 στις ΗΠΑ, εξαντλεί την όποια προοπτική   της επικράτησης της νεοφιλελεύθερης χρηματοπιστωτικής  παγκοσμιοποίησης του τέλους της δεκαετίας του 1970. Η βαθμιαία σημερινή επικράτηση της απο-παγκοσμιοποίησης της διεθνούς οικονομίας σημαίνει την μείωση, έως εξάλειψης, των μορφών του διεθνούς δανεισμού, τη ριζική από-μόχλευση και τη ραγδαία επάνοδο των χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων με έμφαση στην ύπαρξή τους σε εθνικά πλαίσια. Κάθε νέα κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού τείνει προς μία επαναθεώρηση των πραγμάτων, κινούμενη στον αντίποδα των δοξασιών που μέχρι πρόσφατα επικρατούσαν. Την τελευταία πενταετία παρατηρείται μια αδιάλειπτη επιδείνωση του διεθνούς μακροοικονομικού συντονισμού, η διαρκής στενότητα χρηματοδοτικών μέσων εκδηλωνόμενη ως κρίση ρευστότητας στις διεθνείς αγορές, η διακοπή της διασύνδεσης των  διεθνών χρηματιστηριακών αγορών με κατακόρυφη πτώση του όγκου του διεθνούς εμπορίου και η εμφάνιση διαρκών εμποδίων στην παγκόσμια ανταλλαγή και διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών.  Η αρχή της ελευθερίας του παγκόσμιου εμπορίου, πάνω στην οποία βασίσθηκε  η συμφωνία του Bretton-Woods το 1944, και η ίδρυση των παγκόσμιων μεταπολεμικών οικονομικών οργανισμών του ΔΝΤ (Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου), της ‘Παγκόσμιας’ Τράπεζας και της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (του τωρινού ΠΟΕ –Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) ως προϊόν συμβιβασμού των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ, υπό τον αναπληρωτή υπουργό οικονομικών Harry Dexter-White, και της Βρετανίας, υπό τον John-Maynard Keynes, παύει πλέον να θεωρείται το θέσφατο του παγκόσμιου καπιταλισμού που ουδείς αμφισβητεί και θίγει. Αρχίζει να εδραιώνεται πλέον η κατάρρευση του διεθνούς κλίματος εμπιστοσύνης, πάνω στο οποίο βασιζόταν η διεθνής μετακίνηση επενδύσεων και χρηματοδοτήσεων.
Οι οικονομικές προσεγγίσεις, που ακολούθησαν μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2008, αναγνωρίζουν πλέον τον επικίνδυνο χαρακτήρα των παγκόσμιων κεφαλαιακών απορρυθμίσεων και των διεθνών κερδοσκοπικών χρηματοοικονομικών μετακινήσεων, λόγω των εξαιρετικά αρνητικών επιπτώσεων στις χώρες προορισμού τους. Σε όλο και περισσότερες χώρες, που υπέστησαν με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες των παρεμβάσεων του ΔΝΤ (Βραζιλία, Σιγκαπούρη- Ασία, Αργεντινή κλπ), επανεμφανίζονται αυξανόμενοι έλεγχοι της κίνησης των κεφαλαίων που προσπαθούν να αποθαρρύνουν της βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις τους και να ενθαρρύνουν τις μακροπρόθεσμες παραγωγικές εισροές τους. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας παρατηρείται μια σημαντική επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και της κινητικότητας των διεθνών επενδύσεων και κεφαλαίων, που έχει ως αποτέλεσμα τον ουσιαστικό περιορισμό όλων των μορφών των διεθνών χρηματοδοτήσεων και συνεπώς τη δραστική  επιβράδυνση των αυξητικών ρυθμών της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Η βασική κινητήρια δύναμη της περίπου τριακονταετούς χρονικής περιόδου της παγκοσμιοποίησης, ήταν οι υψηλοί αυξητικοί ρυθμοί του διεθνούς εμπορίου και η αδιατάρακτη και χωρίς περιορισμούς διεθνής κινητικότητα των μετακινούμενων χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων και των κερδοσκοπικών μορφών των επενδύσεων. Αυτού του είδους οι απορρυθμισμένες κινήσεις ενοχοποιούνται σήμερα ως οι κύριοι υπεύθυνοι της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της προηγηθείσας υπερδιόγκωσής τους και η ισορροπία αναζητείται στο αντίθετο σημείο της προηγηθείσας διεθνούς οικονομικής τάξης. Η οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης ενός νέου παγκόσμιου οικονομικού προτύπου, πρέπει να βασίζεται στον διεθνή συγχρονισμό και την ολοκλήρωση που θα ελαχιστοποιεί την ύπαρξη αυθαιρεσίας και ασυδοσίας των ιδιωτικών κεφαλαίων και των ‘αγορών’. Τείνει να γίνει καθολικό αίτημα η επιστροφή στις συνθήκες των ενάρετων οικονομικών προτύπων, που καθιέρωσε η συμφωνία του Bretton-Woods για την μεταπολεμική οικονομία, τόσο για τις εσωτερικές και εθνικές αγορές όσο και για ευρύτερα υπερεθνικά και περιφερειακά σύνολα. 
Το σύστημα του Bretton-Woods βασιζόταν στο πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ, στη σταθερή σχέση ανταλλαγής του αμερικανικού δολαρίου με τον χρυσό (μία ουγκιά χρυσού=35 δολάρια) και στη σταθερή σχέση (με περιθώριο απόκλισης +-2%) των λοιπών εθνικών νομισμάτων με το δολάριο. Αποτελούσε μια παραλλαγή του ισχύσαντος προπολεμικού κανόνα του χρυσού και κατέρρευσε το 1971, λόγω της άρνησης μετατρεψιμότητας του δολαρίου με τον χρυσό που ανήγγειλε ο Nixon και οφειλόταν τυπικά στην μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ σε ελλειμματικό λόγω των τεράστιων  δαπανών του πολέμου του Βιετνάμ. Ο ουσιαστικός όμως λόγος της κατάρρευσης του συστήματος αυτού, είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων παγκοσμίως, πού οφείλεται στην αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου εξαιτίας των ραγδαίων τεχνολογικών καινοτομιών των μεταπολεμικών δεκαετιών  και οδήγησε στην επικράτηση κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών και του παγκόσμιου απορρυθμισμένου χρηματιστηριακού καπιταλισμού των τριών τελευταίων δεκαετιών, αίροντας συνεχώς τις όποιες κατακτήσεις του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους-πρόνοιας. Είναι πλέον σαφές ότι έχουν εξαντληθεί πλήρως τα όρια και οι πραγματικές δυνατότητες, που ψευδεπίγραφα ενσωματώθηκαν στη συνθηματολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. 
Μέχρι σήμερα έχει αποφευχθεί η μοιραία στρατηγική των εθνικών νομισματικών υποτιμήσεων για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας μιας εθνικής οικονομίας, γνωστή διεθνώς ως beggar-thy-neighbour (ζητιανιά από τον γείτονα), που επέρριπτε το κόστος μιας εθνικής προσαρμογής για εξάλειψη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας στις γειτονικές της χώρες με τις οποίες είχε εμπορικές συναλλαγές, μέσω της υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ενός εθνικού νομίσματος. Αυτή η στρατηγική οδήγησε στο ντόμινο των ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων και στην καταστροφή της δεκαετίας του 1930, με κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, την εμφάνιση ακραίων εθνικιστικών ιδεολογιών και πολιτικών κινημάτων και  τελικά στην επίλυση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και καταστροφή μεγάλου μέρους του φυσικού κεφαλαίου με το ξέσπασμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια παρόμοια κατάληξη, με ισοδύναμα καταστροφικά αποτελέσματα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και μέσω άλλων οδών και τρόπων. Όταν ο στόχος παραμένει ο ίδιος, έστω προσπαθώντας να υλοποιηθεί με διαφορετικά μέσα και τρόπους, η αναβίωση ενός εφιαλτικού σεναρίου σαν αυτού της δεκαετίας του 1930 παραμένει ενεργή.
Σήμερα σε αντίθεση με τη γενικευμένη αρχή των νομισματικών διολισθήσεων,  που εφαρμόσθηκε τη δεκαετία του 1930, εφαρμόζεται  σε παγκόσμια κλίμακα η αρχή της νομισματικής σταθερότητας. Παρόλα αυτά δεν διευκολύνεται η διεθνής προσαρμογή και σταθεροποίηση όλων των οικονομιών παγκοσμίως, ούτε όμως και το παγκόσμιο πλαίσιο διεξαγωγής των διεθνών συναλλαγών. Η γενικευμένη εφαρμογή αυτής της αρχής, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη δογματική εμμονή του ΔΝΤ και της ‘συναίνεσης της Ουάσιγκτον’ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρά στην όποια  αποτελεσματικότητά της έχει αποδειχθεί πρακτικά. Συνεπώς οι χώρες καταφεύγουν σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή λιτότητας σε δαπάνες  και εισοδήματα, που επιβάλλονται ως το κύριο εργαλείο προσαρμογής και εξισορρόπησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου.  Με αυτήν  επιδιώκεται το ισοδύναμο αποτέλεσμα μιας εξωτερικής νομισματικής υποτίμησης, που κυριάρχησε την περίοδο του μεσοπολέμου, περικόπτοντας τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες ενός έθνους για να περιορισθούν οι εισαγωγές και να ενθαρρυνθούν οι εξαγωγές, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μιας οικονομίας. Συνεπώς ο επιδιωκόμενος στόχος παραμένει ο ίδιος με αυτόν του μεσοπολέμου, με εφαρμογή όμως διαφορετικής μεθόδου επίτευξής του. Το αποτέλεσμα κρίνεται εξίσου καταστροφικό με τότε, όσον αφορά στις επιπτώσεις επί του διεθνούς εμπορίου και στην αποσταθεροποίηση του διεθνούς πλαισίου διεξαγωγής των συναλλαγών.
Η άμεση περικοπή δαπανών, όλων των ειδών, είναι η εφαρμοζόμενη σήμερα τυποποιημένη συνταγή οικονομικής πολιτικής σε όλη την Ευρώπη, ανεξαρτήτως  της ελλειμματικότητας ή πλεονασματικότητας του εμπορικού ισοζυγίου μιας χώρας.  Η δογματική εμμονή της υπερ-πλεονασματικής Γερμανίας, που εκπορεύεται από τη νεοφιλελεύθερη λογική  των ηγετικών της κυρίαρχων ελίτ, δεν οδηγεί βέβαια στην απορρόφηση  των ελλειμμάτων των εταίρων της στην ευρωζώνη αλλά την αποσταθεροποιεί περαιτέρω, όταν από τη λειτουργία της εξαρτά και η ίδια τα εμπορικά πλεονάσματά της. Οι ανισορροπίες στο εσωτερικό της ευρωζώνης, εμπορικά ελλείμματα ή πλεονάσματα, αντιμετωπίζονται πανομοιότυπα με μεθόδους ακραίας λιτότητας  συρρικνώνοντας τα απόλυτα επίμαχα μεγέθη. Έτσι όμως, αυξάνονται  και διευρύνονται οι σχετικές ανισορροπίες και καταστέλλεται ο όποιος οικονομικός δυναμισμός, με συνέπεια την περαιτέρω αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η οικονομικά αδιέξοδη πολιτική, εφαρμόζεται παντού αδιακρίτως με άκρατο ζήλο εστιάζοντας στη δογματική εμμονή των ισορροπημένων εθνικών ισοζυγίων. Επιδεικνύεται η ίδια εμμονή, τονίζοντας της ανυπαρξία εναλλακτικής στρατηγικής αντιμετώπισης, με την οποία εφαρμόσθηκε το δόγμα του κανόνα του χρυσού προπολεμικά έως το 1931 και στη συνέχεια η γενικευμένη μέθοδος των ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων. 
Ο πρακτικός απολογισμός αυτού του νέου δόγματος, βαίνει συνεχώς αμφισβητούμενος με απογοητευτικά αποτελέσματα και διασπείροντας μια εντονότατη και διάχυτη ανησυχία. Η Γερμανία, ως ιδιαίτερα πλεονασματική εμπορικά χώρα, όφειλε να αυξάνει τις δαπάνες και τα εισοδήματα στο εσωτερικό της, διευρύνοντας την εσωτερική της αγορά και αντισταθμίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις των περικοπών που επιβάλλει στους ελλειμματικούς εμπορικά εταίρους της. Αντ’ αυτού έχει επιβάλει την πολιτική του μισθολογικού dumping και στο εσωτερικό της,  επικαλούμενη τον φόβο των έντονων πληθωριστικών πιέσεων, όταν ο κίνδυνος των έντονων υφεσιακών φαινομένων είναι ήδη αισθητός. Η πολιτική της μονεταριστικής εμμονής περιορισμού της ποσότητας του χρήματος και της νομισματικής κυκλοφορίας, με ακραία επίδειξη νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, είναι αυτή που οδηγεί μαθηματικά στη διάλυση της ευρωζώνης. Μια αντίρροπη τάση εξισορρόπησης και ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωζώνης, θα μπορούσε να προέλθει μόνο από τις εμπορικά πλεονασματικές χώρες. Όταν όλοι οι εταίροι ταυτόχρονα εφαρμόζουν πολιτικές ακραίας λιτότητας, η οικονομική δραστηριότητα δεν ασκείται προς όφελος των εμπορικά πλεονασματικών χωρών αλλά καταρρέει με ζημιωμένους τελικά τους πάντες.  Αυτή η καθοδική δυναμική της ύφεσης, και ο ατέρμων φαύλος κύκλος, επεκτείνεται και διαχέεται παγκοσμίως δυσχεραίνοντας περαιτέρω την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και των περιφερειακών συνιστωσών της (χώρες Ασίας, Ρωσία, Βραζιλία, Κίνα κλπ).



* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos.blogspot.com